παρεξίημι: Difference between revisions
τὸ δὲ μέλλον ἀκριβῶς οἶδεν οὐδεὶς θνατὸς ὅπᾳ φέρεται → but as for the future no mortal knows for certain where he is bound
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)cf\. ([\p{Greek}\s]+) " to "cf. $1 ") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0517.png Seite 517]] (s. [[ἵημι]]), daneben vorbei- od. herauslassen; παρεξῆκε ἡμέρας τέσσερας, er ließ vorübergehen, Her. 7, 210; ἐκεῖνα παρεξιέντες τὰ ἅρματα, D. Cass. 40, 2, öfter. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0517.png Seite 517]] (s. [[ἵημι]]), daneben vorbei- od. herauslassen; παρεξῆκε ἡμέρας τέσσερας, er ließ vorübergehen, Her. 7, 210; ἐκεῖνα παρεξιέντες τὰ ἅρματα, D. Cass. 40, 2, öfter. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=laisser passer.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἐξίημι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παρεξίημι''': ἀφίνω νὰ ἐξέλθῃ τι, [[ἐξάγω]], Δίων Κ. 40. 2., 50. 31˙ ἐπὶ χρόνου, ἀφίνω νὰ παρέλθῃ, τέσσερας ἡμέρας Ἡρόδ. 7. 210˙ ― περὶ τοῦ [[παρεξέμεν]], ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 748, ἴδε ἐν λ. [[παρέξειμι]]. | |lstext='''παρεξίημι''': ἀφίνω νὰ ἐξέλθῃ τι, [[ἐξάγω]], Δίων Κ. 40. 2., 50. 31˙ ἐπὶ χρόνου, ἀφίνω νὰ παρέλθῃ, τέσσερας ἡμέρας Ἡρόδ. 7. 210˙ ― περὶ τοῦ [[παρεξέμεν]], ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 748, ἴδε ἐν λ. [[παρέξειμι]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 07:54, 2 October 2022
English (LSJ)
A allow to pass through, ἅρματα D.C.40.2, cf. 50.31; of time, let pass, τέσσερας ἡμέρας Hdt.7.210 (v.l.). II aor. inf. παρεξέμεν, divulge, dub. in h.Cer.478; cf. παρέξειμι ΙΙ.
German (Pape)
[Seite 517] (s. ἵημι), daneben vorbei- od. herauslassen; παρεξῆκε ἡμέρας τέσσερας, er ließ vorübergehen, Her. 7, 210; ἐκεῖνα παρεξιέντες τὰ ἅρματα, D. Cass. 40, 2, öfter.
French (Bailly abrégé)
laisser passer.
Étymologie: παρά, ἐξίημι.
Greek (Liddell-Scott)
παρεξίημι: ἀφίνω νὰ ἐξέλθῃ τι, ἐξάγω, Δίων Κ. 40. 2., 50. 31˙ ἐπὶ χρόνου, ἀφίνω νὰ παρέλθῃ, τέσσερας ἡμέρας Ἡρόδ. 7. 210˙ ― περὶ τοῦ παρεξέμεν, ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 748, ἴδε ἐν λ. παρέξειμι.
Greek Monolingual
Α
1. εξάγω, αφήνω κάτι να βγει έξω
2. (για χρόνο) αφήνω να περάσει («τέσσαρας... παρεξῆκε ἡμέρας», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἐξίημι «βγάζω, αφήνω κάτι να βγει»].
Greek Monotonic
παρεξίημι: αφήνω να περάσει· λέγεται για το χρόνο, αφήνω να φύγει από δίπλα, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
παρεξίημι: пропускать, выжидать (τέσσερας ἡμέρας Her.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρ-εξίημι voorbij laten gaan.