περίτασις: Difference between revisions
τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν → to behave like a Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics (Plato, Protagoras 342e6)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
|||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0596.png Seite 596]] ἡ, das Umspannen, Plut. qu. Plat. 5, 1; die Geschwulst rings umher, Medic. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0596.png Seite 596]] ἡ, das Umspannen, Plut. qu. Plat. 5, 1; die Geschwulst rings umher, Medic. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />action de tendre autour.<br />'''Étymologie:''' [[περιτείνω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περίτᾰσις''': ἡ, τέντωμα ὁλόγυρα, τῇ περιτάσει καθάπερ αἱ δωδεκάσκυτοι σφαῖραι, κυκλοτερὲς γίνεται καὶ περιληπτικὸν Πλούτ. 2. 1003D, κτλ. ΙΙ. ἰσχυρὸν τέντωμα, [[ἐξοίδησις]], κοιλίης, τοῦ δέρματος Ἱππ. 75C, κτλ.· μαστῶν τε περίτασιν καὶ σπάργωσιν Διοσκ. 3. 41. | |lstext='''περίτᾰσις''': ἡ, τέντωμα ὁλόγυρα, τῇ περιτάσει καθάπερ αἱ δωδεκάσκυτοι σφαῖραι, κυκλοτερὲς γίνεται καὶ περιληπτικὸν Πλούτ. 2. 1003D, κτλ. ΙΙ. ἰσχυρὸν τέντωμα, [[ἐξοίδησις]], κοιλίης, τοῦ δέρματος Ἱππ. 75C, κτλ.· μαστῶν τε περίτασιν καὶ σπάργωσιν Διοσκ. 3. 41. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 08:01, 2 October 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, A extension all round, Plu.2.1003d. II distension, κοιλίης, τοῦ δέρματος, Hp.Prorrh.1.99, Epid.4.55; μαστῶν Dsc. 3.34. 2 tight fit, Thphr.CP4.12.11. 3 contraction, νεύρων Androm. ap. Gal.13.1036. (Dub. sens. in Vett.Val.14.2.)
German (Pape)
[Seite 596] ἡ, das Umspannen, Plut. qu. Plat. 5, 1; die Geschwulst rings umher, Medic.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de tendre autour.
Étymologie: περιτείνω.
Greek (Liddell-Scott)
περίτᾰσις: ἡ, τέντωμα ὁλόγυρα, τῇ περιτάσει καθάπερ αἱ δωδεκάσκυτοι σφαῖραι, κυκλοτερὲς γίνεται καὶ περιληπτικὸν Πλούτ. 2. 1003D, κτλ. ΙΙ. ἰσχυρὸν τέντωμα, ἐξοίδησις, κοιλίης, τοῦ δέρματος Ἱππ. 75C, κτλ.· μαστῶν τε περίτασιν καὶ σπάργωσιν Διοσκ. 3. 41.
Greek Monolingual
-άσεως, ἡ, Α περιτείνω
1. τέντωμα ολόγυρα
2. ισχυρή διάταση, πρήξιμο («περίτασις τοῦ δέρματος», Ιπποκρ.)
3. ισχυρή σύσπαση, συστολή
4. δυνατή πρόσφυση ενός πράγματος πάνω σε κάτι άλλο.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περίτασις -εως, ἡ [περιτείνω] geneesk. zwelling.
Russian (Dvoretsky)
περίτᾰσις: εως ἡ круговое растяжение, обтягивание Plut.