περισπούδαστος: Difference between revisions
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
|||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0592.png Seite 592]] sehr eifrig betrieben, gewünscht, Luc. Tim. 38 u. oft, u. a. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0592.png Seite 592]] sehr eifrig betrieben, gewünscht, Luc. Tim. 38 u. oft, u. a. Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />recherché avec empressement.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[σπουδάζω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περισπούδαστος''': -ον, περιζήτητος, [[λίαν]] [[ποθεινός]], Φύλαρχ. 30, Λουκ. Τίμ. 38. κτλ.· τινι Ἡρῳδιαν. 6. 8. Γαλην. τ. 6, σ. 519, 25. ― Ἐπίρρ. -τως, ἐπιμελῶς, Ἀθήν. 164Β. | |lstext='''περισπούδαστος''': -ον, περιζήτητος, [[λίαν]] [[ποθεινός]], Φύλαρχ. 30, Λουκ. Τίμ. 38. κτλ.· τινι Ἡρῳδιαν. 6. 8. Γαλην. τ. 6, σ. 519, 25. ― Ἐπίρρ. -τως, ἐπιμελῶς, Ἀθήν. 164Β. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 08:05, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, A much sought after, much desired, Theopomp.Hist.114; ἔνδοξον καὶ π. D.H.Rh.7.3, cf. Muson.Fr.18 Bp.104 H.(Comp.), Luc.Tim.38, Men. Rh.p.366S., etc.; τινι by one, M.Ant.5.36, Gal.6.519, Hdn.6.8.4, Iamb.Comm.Math.26, etc. 2 diligent, eager, PMasp.20ii 11 (vi A. D.). Adv. -τως with due care, Phylarch.30 J., Ath.4.164b.
German (Pape)
[Seite 592] sehr eifrig betrieben, gewünscht, Luc. Tim. 38 u. oft, u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
recherché avec empressement.
Étymologie: περί, σπουδάζω.
Greek (Liddell-Scott)
περισπούδαστος: -ον, περιζήτητος, λίαν ποθεινός, Φύλαρχ. 30, Λουκ. Τίμ. 38. κτλ.· τινι Ἡρῳδιαν. 6. 8. Γαλην. τ. 6, σ. 519, 25. ― Ἐπίρρ. -τως, ἐπιμελῶς, Ἀθήν. 164Β.
Greek Monolingual
-η, -ο / περισπούδαστος, -ον, ΝΜΑ περισπουδάζω
νεοελλ.
1. ο άξιος πολλής σπουδής και μελέτης, πολύ αξιόλογος, πολύ σημαντικός, μνημειώδης («περισπούδαστο σύγγραμμα»)
2. αυτός που γίνεται με πολλή σοβαρότητα, που φανερώνει πολλή μελέτη, βαθυστόχαστος
3. βαθύς, βαθυστόχαστος, εμβριθής
μσν.-αρχ.
αυτός που επιδιώκεται με μεγάλη σπουδή, πολύ επιθυμητός, περιπόθητος, περιζήτητος («ἀοίδιμος δι' ἐμὲ ἦσθα καὶ περισπούδαστος», Λουκιαν.)
αρχ.
πρόθυμος σε κάτι.
επίρρ...
περισπουδάστως ΝΜΑ και περισπούδαστα Ν
νεοελλ.
με πολλή σπουδή και σοβαρότητα, βαθυστόχαστα
μσν.-αρχ.
με την φροντίδα και την επιμέλεια που πρέπει.
Greek Monotonic
περισπούδαστος: -ον (σπουδάζω), εξαιρετικά περιζήτητος, ιδιαίτερα ποθητός, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
περισπούδαστος: желанный, вожделенный (ἀγώνισμα Plut.; περίβλεπτος καὶ π. Luc.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-σπούδαστος -ον zeer begeerd.
Middle Liddell
περι-σπούδαστος, ον, σπουδάζω
much sought after, much desired, Luc.