πευκήεις: Difference between revisions

From LSJ

οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0607.png Seite 607]] εσσα, εν, mit Fichten bewachsen, sichtenreich; [[οὔρεα]], D. Per. 678; [[νῆσος]], Orph. Arg. 1194; aus Fichten gemacht, [[Ἥφαιστος]], d. i. das Feuer der Pechfackeln, Soph. Ant. 123; [[σκάφος]], Eur. Andr. 864; sp. D. – Uebh. scharf durchdringend, herb u. spitz, [[ὀλολυγμός]] Aesch. Ch. 381, auch κέντρα, Opp. Hal. 2, 457.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0607.png Seite 607]] εσσα, εν, mit Fichten bewachsen, sichtenreich; [[οὔρεα]], D. Per. 678; [[νῆσος]], Orph. Arg. 1194; aus Fichten gemacht, [[Ἥφαιστος]], d. i. das Feuer der Pechfackeln, Soph. Ant. 123; [[σκάφος]], Eur. Andr. 864; sp. D. – Uebh. scharf durchdringend, herb u. spitz, [[ὀλολυγμός]] Aesch. Ch. 381, auch κέντρα, Opp. Hal. 2, 457.
}}
{{bailly
|btext=ήεσσα, ῆεν;<br /><b>1</b> fait de bois de pin ; [[Ἥφαιστος]] SOPH feu de torches résineuses;<br /><b>2</b> perçant, piquant, aigu <i>fig. en parl. de hurlements de douleur</i>.<br />'''Étymologie:''' [[πεύκη]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πευκήεις''': Δωρ. [[πευκάεις]], εσσα, ἐν, [[κατάφυτος]] ἐκ πευκῶν [[οὔρεα]] Διον. Π. 678· [[νῆσος]] Ὀρφ. Ἀργ. 1187. 2) ὁ ἐκ πεύκης ἢ ἐκ ξύλου πεύκης, π. [[σκάφος]] Εὐρ. Ἀνδρ. 863· πευκάενθ’ Ἥφαιστον, τὸ πῦρ τῶν ἐκ πεύκης πυρσῶν, Σοφ. Ἀντ. 123. ΙΙ. μεταφορ., διαπεραστικός, ὀξὺς (ἴδε [[πεύκη]] ἐν τέλ.), πευκήεντ’ ὀλολυγμὸν Αἰσχύλ. Χο. 385 (τὰ Ἀντίγραφα· ἀλλ’ ὁ Δινδ. [[χάριν]] τοῦ μέτρου διορθοῖ πῠκάεντ’ ἐκ τοῦ Θεογνώστ. σ. 23, [[ὅστις]] μνημονεύει λέξιν πῠκᾶες, ἥν ἑρμηνεύει ἰσχυρόν)· π. κέντρα Ὀππ. Ἁλ. 2. 457.
|lstext='''πευκήεις''': Δωρ. [[πευκάεις]], εσσα, ἐν, [[κατάφυτος]] ἐκ πευκῶν [[οὔρεα]] Διον. Π. 678· [[νῆσος]] Ὀρφ. Ἀργ. 1187. 2) ὁ ἐκ πεύκης ἢ ἐκ ξύλου πεύκης, π. [[σκάφος]] Εὐρ. Ἀνδρ. 863· πευκάενθ’ Ἥφαιστον, τὸ πῦρ τῶν ἐκ πεύκης πυρσῶν, Σοφ. Ἀντ. 123. ΙΙ. μεταφορ., διαπεραστικός, ὀξὺς (ἴδε [[πεύκη]] ἐν τέλ.), πευκήεντ’ ὀλολυγμὸν Αἰσχύλ. Χο. 385 (τὰ Ἀντίγραφα· ἀλλ’ ὁ Δινδ. [[χάριν]] τοῦ μέτρου διορθοῖ πῠκάεντ’ ἐκ τοῦ Θεογνώστ. σ. 23, [[ὅστις]] μνημονεύει λέξιν πῠκᾶες, ἥν ἑρμηνεύει ἰσχυρόν)· π. κέντρα Ὀππ. Ἁλ. 2. 457.
}}
{{bailly
|btext=ήεσσα, ῆεν;<br /><b>1</b> fait de bois de pin ; [[Ἥφαιστος]] SOPH feu de torches résineuses;<br /><b>2</b> perçant, piquant, aigu <i>fig. en parl. de hurlements de douleur</i>.<br />'''Étymologie:''' [[πεύκη]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 08:10, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πευκήεις Medium diacritics: πευκήεις Low diacritics: πευκήεις Capitals: ΠΕΥΚΗΕΙΣ
Transliteration A: peukḗeis Transliteration B: peukēeis Transliteration C: pefkieis Beta Code: peukh/eis

English (LSJ)

Dor. πευκάεις, πευκήεσσα, πευκῆεν, A pine-covered, οὔρεα D.P.678; νῆσος Orph.A.1189. 2 of pine or of pine-wood, π. σκάφος E.Andr.863 (lyr.); πευκάενθ' Ἥφαιστον the fire of pine-torches, S.Ant.123 (lyr.). II metaph., sharp, piercing, πευκήεντ' ὀλολυγμόν A.Ch.386 (lyr., codd.; Dind. metri gr. πῠκάεντ', cf. πυκᾶες· ἰσχυρόν, Theognost.Can.23, but πεύκαες· τὸ πικρόν, Hdn.Gr.1.394); πευκᾶεν σέλας ἀστραπῆς A.Fr.25 A; π. κέντρα Opp. H.2.457.

German (Pape)

[Seite 607] εσσα, εν, mit Fichten bewachsen, sichtenreich; οὔρεα, D. Per. 678; νῆσος, Orph. Arg. 1194; aus Fichten gemacht, Ἥφαιστος, d. i. das Feuer der Pechfackeln, Soph. Ant. 123; σκάφος, Eur. Andr. 864; sp. D. – Uebh. scharf durchdringend, herb u. spitz, ὀλολυγμός Aesch. Ch. 381, auch κέντρα, Opp. Hal. 2, 457.

French (Bailly abrégé)

ήεσσα, ῆεν;
1 fait de bois de pin ; Ἥφαιστος SOPH feu de torches résineuses;
2 perçant, piquant, aigu fig. en parl. de hurlements de douleur.
Étymologie: πεύκη.

Greek (Liddell-Scott)

πευκήεις: Δωρ. πευκάεις, εσσα, ἐν, κατάφυτος ἐκ πευκῶν οὔρεα Διον. Π. 678· νῆσος Ὀρφ. Ἀργ. 1187. 2) ὁ ἐκ πεύκης ἢ ἐκ ξύλου πεύκης, π. σκάφος Εὐρ. Ἀνδρ. 863· πευκάενθ’ Ἥφαιστον, τὸ πῦρ τῶν ἐκ πεύκης πυρσῶν, Σοφ. Ἀντ. 123. ΙΙ. μεταφορ., διαπεραστικός, ὀξὺς (ἴδε πεύκη ἐν τέλ.), πευκήεντ’ ὀλολυγμὸν Αἰσχύλ. Χο. 385 (τὰ Ἀντίγραφα· ἀλλ’ ὁ Δινδ. χάριν τοῦ μέτρου διορθοῖ πῠκάεντ’ ἐκ τοῦ Θεογνώστ. σ. 23, ὅστις μνημονεύει λέξιν πῠκᾶες, ἥν ἑρμηνεύει ἰσχυρόν)· π. κέντρα Ὀππ. Ἁλ. 2. 457.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. πευκάεις, -εσσα, -εν, Α
1. (για τόπο) γεμάτος πεύκα, πευκόφυτος («νῆσον πευκήεσσαν», Ορφ.)
2. κατασκευασμένος από ξύλο πεύκου («πευκᾱεν σκάφος», Ευρ.)
3. πικρός, διαπεραστικός («πευκαεντ' ὀλολυγμόν», Οππιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεύκη + κατάλ. -ήεις (πρβλ. τολμ-ήεις)].

Greek Monotonic

πευκήεις: Δωρ. πευκάεις, -εσσα, -εν·
I. αυτός που προέρχεται από πεύκο ή από ξύλο πεύκου, σε Ευρ.· πευκάενθ' Ἥφαιστον, φωτιά από πεύκινους πυρσούς, σε Σοφ.
II. μεταφ., οξύς, διαπεραστικός, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

πευκήεις: ήεσσα, ῆεν, дор. πευκάεις, άεσσα, ᾶεν
1) сосновый (σκάφος Eur.): π. Ἣφαιστος Soph. сосновое пламя Гефеста;
2) пронзительный (ὀλολυγμός Aesch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πευκήεις -ήεσσα -ῆεν, Dor. πευκᾱ́εις [πεύκη] poët., van pijnboomhout; overdr. schril. Aeschl. Ch. 386 ( dub. ).

Middle Liddell

πευκήεις, δοριξ πευκάεις, εσσα, εν [from πεύκη
I. of pine or pine-wood, Eur.; πευκάενθ' Ἥφαιστον the fire of pine-torches, Soph.
II. metaph. sharp, piercing, Aesch.