προοδεύω: Difference between revisions
ὡς αἰεὶ τὸν ὁμοῖον ἄγει θεὸς ὡς τὸν ὁμοῖον → how God ever brings like men together | birds of a feather flock together | how the god always leads like to like | as ever, god brings like and like together | as always the god brings like to like
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0737.png Seite 737]] voranreisen, Luc. Hermot. 73. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0737.png Seite 737]] voranreisen, Luc. Hermot. 73. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=cheminer devant.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ὁδεύω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προοδεύω''': προπορεύομαι, ἠκολούθει τοῖς τῶν προωδευκότων ἴχνεσι Λουκ. Ἑρμότ. 73· πῆ μὲν οὐραγῶν, πῆ δὲ προοδεύων Λέων Διάκ. σ. 22, 12. ― Παθ., μεταφορ., τὰ προωδευμένα, τὰ πράγματα ἃ ἔχομεν διέλθει, Εὐσ. Εὐαγγ. Ἀπόδ. 125Β. | |lstext='''προοδεύω''': προπορεύομαι, ἠκολούθει τοῖς τῶν προωδευκότων ἴχνεσι Λουκ. Ἑρμότ. 73· πῆ μὲν οὐραγῶν, πῆ δὲ προοδεύων Λέων Διάκ. σ. 22, 12. ― Παθ., μεταφορ., τὰ προωδευμένα, τὰ πράγματα ἃ ἔχομεν διέλθει, Εὐσ. Εὐαγγ. Ἀπόδ. 125Β. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 08:31, 2 October 2022
English (LSJ)
walk first, App.BC4.43; travel before, Luc.Herm.73; emanate, prob. in Iamb.VP17.74; προοδεύει τι τῶν ἐντέρων the patient has a slight motion of the bowels, Paul.Aeg.3.71: metaph. in fut. Med., -εύσονται εἰς ἄπειρον will go on ad infinitum, Alex.Aphr. in Metaph.288.24.
German (Pape)
[Seite 737] voranreisen, Luc. Hermot. 73.
French (Bailly abrégé)
cheminer devant.
Étymologie: πρό, ὁδεύω.
Greek (Liddell-Scott)
προοδεύω: προπορεύομαι, ἠκολούθει τοῖς τῶν προωδευκότων ἴχνεσι Λουκ. Ἑρμότ. 73· πῆ μὲν οὐραγῶν, πῆ δὲ προοδεύων Λέων Διάκ. σ. 22, 12. ― Παθ., μεταφορ., τὰ προωδευμένα, τὰ πράγματα ἃ ἔχομεν διέλθει, Εὐσ. Εὐαγγ. Ἀπόδ. 125Β.
Greek Monolingual
ΝΜΑ πρόοδος
οδεύω, βαδίζω προς τα εμπρός, προχωρώ
νεοελλ.
1. προάγομαι, αναπτύσσομαι, εξελίσσομαι προς το καλύτερο, προκόβω (α. «οι ανθρωπιστικές επιστήμες δεν προοδεύουν ανάλογα με τις θετικές» β. «τα παιδιά του προόδευσαν στα γράμματα»)
2. (με κακή σημ.) οπισθοδρομώ, χειροτερεύω («στα στήθη η θλίψη σιγηλά, χαλνά και προοδεύει», Βιζυην.)
μσν.
1. (για τους νεκρούς) έχω αποχωρήσει πρώτα
2. (η μτχ. ουδ. παθ. παρακμ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ προωδευμένα
αυτά που έχει περάσει κανείς, όσα έχει υποστεί
μσν.-αρχ.
προηγούμαι σε πορεία, προπορεύομαι (α. «ἠκολούθει τοῖς τῶν προωδευκότων ἴχνεσι», Λουκ.
β) «πῇ μὲν οὐραγῶν, πῇ δὲ προοδεύων», Λέων Διάκ.)
αρχ.
εκπορεύομαι εκπηγάζω.
Greek Monotonic
προοδεύω: μέλ. -σω, ταξιδεύω από πριν, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
προοδεύω: шествовать раньше или впереди: ἀκολουθεῖν τοῖς τῶν προωδευκότων ἴχνεσι Luc. идти по следам ранее прошедших.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-οδεύω van tevoren reizen.