πρόκοιτος: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
|||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0730.png Seite 730]] vorn od. vor dem Hause schlafend od. Wache haltend, excubitor, Pol. 11, 5 u. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0730.png Seite 730]] vorn od. vor dem Hause schlafend od. Wache haltend, excubitor, Pol. 11, 5 u. Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />qui couche devant la maison (chien).<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], κοιτή. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πρόκοιτος''': ὁ, ([[κοίτη]]) ὁ φυλάττων ὡς φρουρὸς [[ἔμπροσθεν]] θέσεώς τινος, Λατ. excubitor, Πολύβ. 20. 11, 5, Δίων Κ. 67. 15, κτλ.· ― ὡς ἐπίθ., πρ. τῆς φρουρᾶς [[κύων]] Πλούτ. 2. 325Β. | |lstext='''πρόκοιτος''': ὁ, ([[κοίτη]]) ὁ φυλάττων ὡς φρουρὸς [[ἔμπροσθεν]] θέσεώς τινος, Λατ. excubitor, Πολύβ. 20. 11, 5, Δίων Κ. 67. 15, κτλ.· ― ὡς ἐπίθ., πρ. τῆς φρουρᾶς [[κύων]] Πλούτ. 2. 325Β. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 08:45, 2 October 2022
English (LSJ)
ὁ, (κοίτη) A one who keeps watch before a place: Pl., pickets, Id.20.11.5: Adj., τοὺς π. τῆς φρουρᾶς κύνας Plu.2.325c. II chamberlain, D.C.67.15 (but prob. f.l. for πρόκριτος (q.v.) in 78.14).
German (Pape)
[Seite 730] vorn od. vor dem Hause schlafend od. Wache haltend, excubitor, Pol. 11, 5 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui couche devant la maison (chien).
Étymologie: πρό, κοιτή.
Greek (Liddell-Scott)
πρόκοιτος: ὁ, (κοίτη) ὁ φυλάττων ὡς φρουρὸς ἔμπροσθεν θέσεώς τινος, Λατ. excubitor, Πολύβ. 20. 11, 5, Δίων Κ. 67. 15, κτλ.· ― ὡς ἐπίθ., πρ. τῆς φρουρᾶς κύων Πλούτ. 2. 325Β.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. φρουρός που φυλάει μπροστά από μια θέση και κυρίως αυτός που ανήκει στην προφυλακή
2. θαλαμηπόλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -κοιτος (< κοίτη «κρεβάτι, φωλιά»), πρβλ. κατά-κοιτος].
Greek Monotonic
πρόκοιτος: ὁ (κοίτη), αυτός που περιφρουρεί μπροστά από ένα μέρος, σε Πολύβ.
Russian (Dvoretsky)
πρόκοιτος: II ὁ караульный, часовой Polyb.
несущий охрану впереди (π. τῆς φρουρᾶς κύων Plut.).
Middle Liddell
πρό-κοιτος, ὁ, κοίτη
one who keeps watch before a place, Polyb.