σιμότης: Difference between revisions
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
|||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0882.png Seite 882]] ητος, ἡ, 1) die Gestalt der Nase, die oben eingebogen, unten aufgeworfen ist, Stumpfnasigkeit, Plat. Theaet. 209 c; Ggstz von [[γρυπότης]], Xen. Cyr. 8, 4, 21; [[ῥινός]], Plut. Popl. 16. – 2) übh. Eingebogenheit, τῶν ὀδόντων, die Richtung der Hauzähne des wilden Ebers, diekrumm gebogen aufwärts gehen, Xen. Cyn. 10, 13. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0882.png Seite 882]] ητος, ἡ, 1) die Gestalt der Nase, die oben eingebogen, unten aufgeworfen ist, Stumpfnasigkeit, Plat. Theaet. 209 c; Ggstz von [[γρυπότης]], Xen. Cyr. 8, 4, 21; [[ῥινός]], Plut. Popl. 16. – 2) übh. Eingebogenheit, τῶν ὀδόντων, die Richtung der Hauzähne des wilden Ebers, diekrumm gebogen aufwärts gehen, Xen. Cyn. 10, 13. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ητος (ἡ) :<br />aplatissement d'un nez camus.<br />'''Étymologie:''' [[σιμός]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σῑμότης''': -ητος, ἡ, (σιμὸς) τὸ [[σχῆμα]] τῆς σιμῆς ἢ πλατείας [[ῥινός]], ἀντίθετον τῷ [[γρυπότης]], Πλάτ. Θεαίτ. 143Ε, 209C, Ξεν. Κύρ. 8. 4, 21. ΙΙ. μεταφορ., τὴν σ. τῶν ὀδόντων, ἡ πρὸς τὰ ἄνω [[κυρτότης]] τῶν χαυλιοδόντων ἀγρίου κάπρου, Ξεν. Κυν. 10, 13. | |lstext='''σῑμότης''': -ητος, ἡ, (σιμὸς) τὸ [[σχῆμα]] τῆς σιμῆς ἢ πλατείας [[ῥινός]], ἀντίθετον τῷ [[γρυπότης]], Πλάτ. Θεαίτ. 143Ε, 209C, Ξεν. Κύρ. 8. 4, 21. ΙΙ. μεταφορ., τὴν σ. τῶν ὀδόντων, ἡ πρὸς τὰ ἄνω [[κυρτότης]] τῶν χαυλιοδόντων ἀγρίου κάπρου, Ξεν. Κυν. 10, 13. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 08:50, 2 October 2022
English (LSJ)
ητος, ἡ, A the shape of a snub nose, opp. γρυπότης, Pl.Tht. 143e, 209c, X.Cyr.8.4.21. II metaph., τὴν σ. τῶν ὀδόντων the upward curve of the tusks of a wild boar, Id.Cyn.10.13.
German (Pape)
[Seite 882] ητος, ἡ, 1) die Gestalt der Nase, die oben eingebogen, unten aufgeworfen ist, Stumpfnasigkeit, Plat. Theaet. 209 c; Ggstz von γρυπότης, Xen. Cyr. 8, 4, 21; ῥινός, Plut. Popl. 16. – 2) übh. Eingebogenheit, τῶν ὀδόντων, die Richtung der Hauzähne des wilden Ebers, diekrumm gebogen aufwärts gehen, Xen. Cyn. 10, 13.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
aplatissement d'un nez camus.
Étymologie: σιμός.
Greek (Liddell-Scott)
σῑμότης: -ητος, ἡ, (σιμὸς) τὸ σχῆμα τῆς σιμῆς ἢ πλατείας ῥινός, ἀντίθετον τῷ γρυπότης, Πλάτ. Θεαίτ. 143Ε, 209C, Ξεν. Κύρ. 8. 4, 21. ΙΙ. μεταφορ., τὴν σ. τῶν ὀδόντων, ἡ πρὸς τὰ ἄνω κυρτότης τῶν χαυλιοδόντων ἀγρίου κάπρου, Ξεν. Κυν. 10, 13.
Greek Monotonic
σῑμότης: -ητος, ἡ (σιμός),
I. το πλακουτσό σχήμα της μύτης, το χαρακτηριστικό γνώρισμα του να έχει κάποιος σιμή, πλακουτσωτή μύτη ανασηκωμένη προς τα επάνω, σε Ξεν.
II. μεταφ., τὴν σιμότητα τῶν ὀδόντων, το ανωφερικό κύρτωμα, η καμπυλότητα που έχουν οι χαυλιόδοντες του κάπρου, δηλ. του άγριου χοίρου, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
σῑμότης: ητος ἡ
1) вздернутость носа, курносость или плосконосость Plat., Xen., Arst., Plut.;
2) загнутость вверх (τῶν ὀδόντων, sc. τοῦ ὑὸς τοῦ ἀγρίου Xen.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σιμότης -ητος, ἡ [σιμός] stompneuzigheid.
Middle Liddell
σῑμότης, ητος, ἡ, σιμός
I. the shape of a snub nose, snubbiness, Xen.
II. metaph., τὴν ς. τῶν ὀδόντων the upward curve of a boar's tusks, Xen.