πύανος: Difference between revisions
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=pu/anos | |Beta Code=pu/anos | ||
|Definition=[ῠ], ὁ,= [[ὁλόπυρος]], <span class="bibl">Heliod.Hist.3</span>, cf. <span class="bibl">Poll.6.61</span>; but Lacon. πούανοι, = [[κύαμοι ἑφθοί]], Hsch.; neut. pl. πύανα, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Mul.</span>2.113</span> (one cod.); cf.sq. | |Definition=[ῠ], ὁ,= [[ὁλόπυρος]], <span class="bibl">Heliod.Hist.3</span>, cf. <span class="bibl">Poll.6.61</span>; but Lacon. πούανοι, = [[κύαμοι ἑφθοί]], Hsch.; neut. pl. πύανα, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Mul.</span>2.113</span> (one cod.); cf.sq. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />fève, <i>fruit</i> ; gros grain d'orge mondé.<br />'''Étymologie:''' DELG [[κύανος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πύᾰνος''': ὁ, παλαιοτέρα [[λέξις]] ἀντὶ τῆς μεταγεναστ. [[ὁλόπυρος]], Ἡλιόδ. παρ’ Ἀθην. 406C, Πολυδ. Ϛ΄, 61· ἀλλ’ ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει τὸ λακων. -πούανος διὰ τοῦ κύαμοι ἑφθοί, ἴδε ἐν λέξ. [[Πυανέψια]]· πρβλ. Εὐστ. 1283. 10, Φώτ. | |lstext='''πύᾰνος''': ὁ, παλαιοτέρα [[λέξις]] ἀντὶ τῆς μεταγεναστ. [[ὁλόπυρος]], Ἡλιόδ. παρ’ Ἀθην. 406C, Πολυδ. Ϛ΄, 61· ἀλλ’ ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει τὸ λακων. -πούανος διὰ τοῦ κύαμοι ἑφθοί, ἴδε ἐν λέξ. [[Πυανέψια]]· πρβλ. Εὐστ. 1283. 10, Φώτ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 08:55, 2 October 2022
English (LSJ)
[ῠ], ὁ,= ὁλόπυρος, Heliod.Hist.3, cf. Poll.6.61; but Lacon. πούανοι, = κύαμοι ἑφθοί, Hsch.; neut. pl. πύανα, Hp.Mul.2.113 (one cod.); cf.sq.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
fève, fruit ; gros grain d'orge mondé.
Étymologie: DELG κύανος.
Greek (Liddell-Scott)
πύᾰνος: ὁ, παλαιοτέρα λέξις ἀντὶ τῆς μεταγεναστ. ὁλόπυρος, Ἡλιόδ. παρ’ Ἀθην. 406C, Πολυδ. Ϛ΄, 61· ἀλλ’ ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει τὸ λακων. -πούανος διὰ τοῦ κύαμοι ἑφθοί, ἴδε ἐν λέξ. Πυανέψια· πρβλ. Εὐστ. 1283. 10, Φώτ.
Greek Monolingual
και λακων. τ. πούαμος, ό, και ετερογ. πληθ. πύανα, τὰ, Α
1. έδεσμα από βρασμένο σιτάρι
2. στον πληθ. οἱ πύανοι
οι κύαμοι, τα κουκιά
3. (κατά τον Ησύχ.) «πούαμος
κύαμοι ἑφθοί».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. κύαμος, χωρίς όμως να είναι δυνατόν να καθοριστεί η ακριβής ετυμολογική τους σχέση. Κατά μία άποψη, αρχικός πρέπει να θεωρηθεί ένας αμάρτυρος τ. πύαμος (< ΙΕ ρίζα pu-/ peu-, ηχομιμητικός τ. που αποδίδει τον ήχο του φαγητού που βράζει), απ' όπου και προήλθαν οι τ. πύανος και κύαμος με διαφορετικού είδους ανομοιώσεις].
Greek Monotonic
πύᾰνος: ὁ, κουκί.
Russian (Dvoretsky)
πύᾰνος: ὁ = κύαμος (ср. Πυανέψια).
Frisk Etymological English
See also: s. κύαμος.
Middle Liddell
Frisk Etymology German
πύανος: {púanos}
See also: s. κύαμος.
Page 2,618