πυρροκόραξ: Difference between revisions

From LSJ

ὥστεβίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=purroko/rac
|Beta Code=purroko/rac
|Definition=ᾰκος, ὁ, [[Alpine chough]], [[Corvus pyrrhocorax]], <span class="bibl">Plin.<span class="title">HN</span>10.133</span>.
|Definition=ᾰκος, ὁ, [[Alpine chough]], [[Corvus pyrrhocorax]], <span class="bibl">Plin.<span class="title">HN</span>10.133</span>.
}}
{{bailly
|btext=ακος (ὁ) :<br />corbeau à bec rouge, <i>oiseau</i>.<br />'''Étymologie:''' [[πυρρός]], [[κόραξ]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πυρροκόραξ''': -ᾰκος, ὁ, [[κόραξ]] ἔχων ἐρυθρὸν [[ῥάμφος]], Πλίν. 10. 68.
|lstext='''πυρροκόραξ''': -ᾰκος, ὁ, [[κόραξ]] ἔχων ἐρυθρὸν [[ῥάμφος]], Πλίν. 10. 68.
}}
{{bailly
|btext=ακος (ὁ) :<br />corbeau à bec rouge, <i>oiseau</i>.<br />'''Étymologie:''' [[πυρρός]], [[κόραξ]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 08:55, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πυρροκόραξ Medium diacritics: πυρροκόραξ Low diacritics: πυρροκόραξ Capitals: ΠΥΡΡΟΚΟΡΑΞ
Transliteration A: pyrrokórax Transliteration B: pyrrokorax Transliteration C: pyrrokoraks Beta Code: purroko/rac

English (LSJ)

ᾰκος, ὁ, Alpine chough, Corvus pyrrhocorax, Plin.HN10.133.

French (Bailly abrégé)

ακος (ὁ) :
corbeau à bec rouge, oiseau.
Étymologie: πυρρός, κόραξ.

Greek (Liddell-Scott)

πυρροκόραξ: -ᾰκος, ὁ, κόραξ ἔχων ἐρυθρὸν ῥάμφος, Πλίν. 10. 68.

Greek Monolingual

-ακος, ο, ΝΑ
ζωολ. πτηνό που σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση εκπροσωπεί γένος στρουθιόμορφων πτηνών της οικογένειας corvidae, γνωστών με την κοινή σήμερα ονομασία καλοιακούδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρρός «ερυθρός, κοκκινωπός» + κόραξ.

Greek Monotonic

πυρροκόραξ: -ᾰκος, ὁ, κόρακας που έχει κόκκινο ράμφος, σε Πλίν.

Middle Liddell

πυρρο-κόραξ, ακος,
a crow with a red beak, Plin.