στασιώδης: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
m (Text replacement - " :" to ":")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0930.png Seite 930]] ες, aufrührerisch; Xen. Mem. 2, 6, 4; Pol. 1, 9, 6.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0930.png Seite 930]] ες, aufrührerisch; Xen. Mem. 2, 6, 4; Pol. 1, 9, 6.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες:<br /><b>1</b> séditieux, factieux;<br /><b>2</b> querelleur.<br />'''Étymologie:''' [[στάσις]], -ωδης.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''στᾰσιώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[στασιαστικός]], Ἀριστ. Προβλ. 30. 11, 3· τὸ κινητικὸν καὶ στ. Πολύβ. 9, 6. - Ἐπίρρ. στασιωδῶς ἔχειν Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 128. 2) [[ἐριστικός]], [[φιλοτάραχος]], Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 4.
|lstext='''στᾰσιώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[στασιαστικός]], Ἀριστ. Προβλ. 30. 11, 3· τὸ κινητικὸν καὶ στ. Πολύβ. 9, 6. - Ἐπίρρ. στασιωδῶς ἔχειν Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 128. 2) [[ἐριστικός]], [[φιλοτάραχος]], Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 4.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες:<br /><b>1</b> séditieux, factieux;<br /><b>2</b> querelleur.<br />'''Étymologie:''' [[στάσις]], -ωδης.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 09:05, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στᾰσιώδης Medium diacritics: στασιώδης Low diacritics: στασιώδης Capitals: ΣΤΑΣΙΩΔΗΣ
Transliteration A: stasiṓdēs Transliteration B: stasiōdēs Transliteration C: stasiodis Beta Code: stasiw/dhs

English (LSJ)

ες, A factious, seditious, Arist.Pr.956b29; τὸ κινητικὸν καὶ σ. τῆς δυνάμεως Plb.1.9.6; οἱ στασιωδέστατοι τῶν δημοτικῶν D.H.8.15. Adv. στασιωδῶς, ἔχειν Paraphr.Lyc.128. 2 quarrelsome, X.Mem.2.6.4; πρὸς τοὺς γονεῖς Cat.Cod.Astr.2.187.

German (Pape)

[Seite 930] ες, aufrührerisch; Xen. Mem. 2, 6, 4; Pol. 1, 9, 6.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
1 séditieux, factieux;
2 querelleur.
Étymologie: στάσις, -ωδης.

Greek (Liddell-Scott)

στᾰσιώδης: -ες, (εἶδος) στασιαστικός, Ἀριστ. Προβλ. 30. 11, 3· τὸ κινητικὸν καὶ στ. Πολύβ. 9, 6. - Ἐπίρρ. στασιωδῶς ἔχειν Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 128. 2) ἐριστικός, φιλοτάραχος, Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 4.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α στάσις
1. στασιαστικός, φατριαστικός
2. φιλόνικος.

Greek Monotonic

στᾰσιώδης: -ες, στασιαστικός, αντάρτικος, σε Αριστ.· εριστικός, σε Ξεν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στασιώδης -ες [στάσις] opstandig, oproerig. ruzie-achtig, twistziek.. Xen. Mem. 2.6.4.

Russian (Dvoretsky)

στᾰσιώδης:
1) сварливый Xen.;
2) мятежный, бунтарский (ὄχλος Plut.).

Middle Liddell

στᾰσι-ώδης, ες
factious, Arist.: quarrelsome, Xen.