συνεπισχύω: Difference between revisions
ἐν γὰρ χερσὶ τέλος πολέμου, ἐπέων δ' ἐνὶ βουλῇ → War finds its end in arms, words find their end in debate (Iliad 16.630)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
|||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=sunepisxu/w | |Beta Code=sunepisxu/w | ||
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[join in supporting]], [[assist]], <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>2.4.6</span>; τισι <span class="bibl">LXX <span class="title">2 Ch.</span>32.3</span>, <span class="bibl">Plb.6.6.10</span>, etc.; κατά τινων <span class="bibl">Id.6.8.1</span>; ταῖς πλεονεξίαις αὐτῶν <span class="bibl">Id.28.5.5</span>; σ. μοι ἀπαιτοῦντι <span class="bibl"><span class="title">BGU</span>1189.14</span> (i B.C./i A.D.); <b class="b3">αὐτοῖς ἀντεχομένοις</b> ib.<span class="bibl">1795.9</span> (i B.C.), cf. <span class="bibl"><span class="title">PSI</span>10.1160.9</span> (i B.C.); τοὺς ἄρχοντας συνεπισχύειν τοῖς ἀγορανόμοις, ὅπως . . <span class="title">SIG</span>799.19 (Cyzicus, i A.D.), cf. <span class="title">IG</span>22.1013.6. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> Astrol., [[combine energy]], of planetary influence, <span class="bibl">Vett.Val.107.14</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> Medic., of symptoms, <b class="b3">σ. πρὸς <τὸν> τοῦ κάμνοντος κίνδυνον</b> [[contribute]] to... Gal.17(1).628.</span> | |Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[join in supporting]], [[assist]], <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>2.4.6</span>; τισι <span class="bibl">LXX <span class="title">2 Ch.</span>32.3</span>, <span class="bibl">Plb.6.6.10</span>, etc.; κατά τινων <span class="bibl">Id.6.8.1</span>; ταῖς πλεονεξίαις αὐτῶν <span class="bibl">Id.28.5.5</span>; σ. μοι ἀπαιτοῦντι <span class="bibl"><span class="title">BGU</span>1189.14</span> (i B.C./i A.D.); <b class="b3">αὐτοῖς ἀντεχομένοις</b> ib.<span class="bibl">1795.9</span> (i B.C.), cf. <span class="bibl"><span class="title">PSI</span>10.1160.9</span> (i B.C.); τοὺς ἄρχοντας συνεπισχύειν τοῖς ἀγορανόμοις, ὅπως . . <span class="title">SIG</span>799.19 (Cyzicus, i A.D.), cf. <span class="title">IG</span>22.1013.6. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> Astrol., [[combine energy]], of planetary influence, <span class="bibl">Vett.Val.107.14</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> Medic., of symptoms, <b class="b3">σ. πρὸς <τὸν> τοῦ κάμνοντος κίνδυνον</b> [[contribute]] to... Gal.17(1).628.</span> | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=joindre ses forces à celles de, aider de toutes ses forces, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐπισχύω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνεπισχύω''': ἀπὸ κοινοῦ [[ἐπισχύω]], [[ὑποστηρίζω]], βοηθῶ, συμβοηθῶ, Ξεν. Ἀπομν. 2. 4, 6· τινὶ Πολύβ. 6. 6, 10, κτλ.· κατά τινος [[αὐτόθι]] 6. 8, 1· σ. ταῖς πλεονεξίαις τινὸς ὁ αὐτ. 28. 5, 5· ἐπὶ κακῆς σημασίας, ἑνώνω τὰς δυνάμεις μου μετά τινος ἄλλου ἐπὶ κακῷ, συνωμοτῶ, τινὶ Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 6. | |lstext='''συνεπισχύω''': ἀπὸ κοινοῦ [[ἐπισχύω]], [[ὑποστηρίζω]], βοηθῶ, συμβοηθῶ, Ξεν. Ἀπομν. 2. 4, 6· τινὶ Πολύβ. 6. 6, 10, κτλ.· κατά τινος [[αὐτόθι]] 6. 8, 1· σ. ταῖς πλεονεξίαις τινὸς ὁ αὐτ. 28. 5, 5· ἐπὶ κακῆς σημασίας, ἑνώνω τὰς δυνάμεις μου μετά τινος ἄλλου ἐπὶ κακῷ, συνωμοτῶ, τινὶ Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 6. | ||
}} | }} | ||
{{eles | {{eles |
Revision as of 09:30, 2 October 2022
English (LSJ)
A join in supporting, assist, X.Mem.2.4.6; τισι LXX 2 Ch.32.3, Plb.6.6.10, etc.; κατά τινων Id.6.8.1; ταῖς πλεονεξίαις αὐτῶν Id.28.5.5; σ. μοι ἀπαιτοῦντι BGU1189.14 (i B.C./i A.D.); αὐτοῖς ἀντεχομένοις ib.1795.9 (i B.C.), cf. PSI10.1160.9 (i B.C.); τοὺς ἄρχοντας συνεπισχύειν τοῖς ἀγορανόμοις, ὅπως . . SIG799.19 (Cyzicus, i A.D.), cf. IG22.1013.6. 2 Astrol., combine energy, of planetary influence, Vett.Val.107.14. 3 Medic., of symptoms, σ. πρὸς <τὸν> τοῦ κάμνοντος κίνδυνον contribute to... Gal.17(1).628.
French (Bailly abrégé)
joindre ses forces à celles de, aider de toutes ses forces, τινι.
Étymologie: σύν, ἐπισχύω.
Greek (Liddell-Scott)
συνεπισχύω: ἀπὸ κοινοῦ ἐπισχύω, ὑποστηρίζω, βοηθῶ, συμβοηθῶ, Ξεν. Ἀπομν. 2. 4, 6· τινὶ Πολύβ. 6. 6, 10, κτλ.· κατά τινος αὐτόθι 6. 8, 1· σ. ταῖς πλεονεξίαις τινὸς ὁ αὐτ. 28. 5, 5· ἐπὶ κακῆς σημασίας, ἑνώνω τὰς δυνάμεις μου μετά τινος ἄλλου ἐπὶ κακῷ, συνωμοτῶ, τινὶ Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 6.
Spanish
Greek Monolingual
Α
1. ενισχύω κάποιον σε συνεργασία με κάποιον άλλο
2. ιατρ. συντελώ («συνεπισχύειν πρὸς [τὸν] τοῦ κάμνοντος κίνδυνον», Γαλ.)
3. αστρολ. (για πλανήτες) συνδυάζω ενέργεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπισχύω «ενισχύω, δυναμώνω»].
Greek Monotonic
συνεπισχύω: μέλ. -ύσω [ῡ], ενισχύω, ενδυναμώνω, υποστηρίζω κάποιον από κοινού, συνεπικουρώ κάποιον, σε Ξεν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-επ-ισχύω mede zijn kracht ervoor inzetten.
Russian (Dvoretsky)
συνεπισχύω: подкреплять своими силами, оказывать содействие, приходить на помощь Xen.: σ. τινί Polyb. оказывать поддержку кому(чему)-л.
Middle Liddell
fut. ύσω
to join in supporting, Xen.