σχῖνος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
m (Text replacement - "(==Translations==)(?s)(\n)(.*)($)" to "{{trml |trtx=$3 }}")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1056.png Seite 1056]] ἡ, 1) der Mastixbaum, lentiscus, zuerst bei Her. 4, 177. – 2) die Meerzwiebel, Ar. Plut. 720.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1056.png Seite 1056]] ἡ, 1) der Mastixbaum, lentiscus, zuerst bei Her. 4, 177. – 2) die Meerzwiebel, Ar. Plut. 720.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> lentisque, <i>plante</i> ; fruit du lentisque;<br /><b>2</b> oignon marin (<i>d'ord.</i> [[σκίλλα]]).<br />'''Étymologie:''' DELG étym. ignorée.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σχῖνος''': ἡ, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «σκῖνος», μαστιχιά, μαστιχόδενδρον, Λατ. lentiscus, Ἱππ. 670, 5, Θεόκρ. 7. 133· ἐσθιόμενος ὑπὸ τῶν αἰγῶν, ὁ αὐτ. 5. 129, Βάβρ. 3. 4, πρβλ. [[λήδανον]]. 2) ὁ [[καρπὸς]] τῆς σχίνου, Ἡρόδ. 4. 177. ΙΙ. [[σκίλλα]], σκιλλοκρόμμυδον, λάμβανε χερσὶν σχῖνον μεγάλην Κρατῖνος ἐν «Χείρωσι» 7, Ἀριστοφ. Πλ. 720, Ἀποσπ. 251, Κωμικοὶ παρ’ Ἀθην. 68Β, 71Α· ἴδε Foës. Oec. n. Hipp. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 376-377.
|lstext='''σχῖνος''': ἡ, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «σκῖνος», μαστιχιά, μαστιχόδενδρον, Λατ. lentiscus, Ἱππ. 670, 5, Θεόκρ. 7. 133· ἐσθιόμενος ὑπὸ τῶν αἰγῶν, ὁ αὐτ. 5. 129, Βάβρ. 3. 4, πρβλ. [[λήδανον]]. 2) ὁ [[καρπὸς]] τῆς σχίνου, Ἡρόδ. 4. 177. ΙΙ. [[σκίλλα]], σκιλλοκρόμμυδον, λάμβανε χερσὶν σχῖνον μεγάλην Κρατῖνος ἐν «Χείρωσι» 7, Ἀριστοφ. Πλ. 720, Ἀποσπ. 251, Κωμικοὶ παρ’ Ἀθην. 68Β, 71Α· ἴδε Foës. Oec. n. Hipp. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 376-377.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> lentisque, <i>plante</i> ; fruit du lentisque;<br /><b>2</b> oignon marin (<i>d'ord.</i> [[σκίλλα]]).<br />'''Étymologie:''' DELG étym. ignorée.
}}
}}
{{eles
{{eles

Revision as of 09:40, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχῖνος Medium diacritics: σχῖνος Low diacritics: σχίνος Capitals: ΣΧΙΝΟΣ
Transliteration A: schînos Transliteration B: schinos Transliteration C: schinos Beta Code: sxi=nos

English (LSJ)

ἡ,
A mastic, mastich, Pistacia lentiscus, Hdt.4.177, Thphr HP9.1.2, LXXSu.54, Sor.1.121, al., Gal.6.644; trodden on by goats, Theoc.5.129, Babr.3.4.
II = σκίλλα, squill, Epich.160, Hp.Mul.2.201 (cf. Gal. 19.145), Cratin.232, Ar.Pl.720, Fr.255, Anaxandr.5c, Thphr.CP5.6.10, Sign.55.

German (Pape)

[Seite 1056] ἡ, 1) der Mastixbaum, lentiscus, zuerst bei Her. 4, 177. – 2) die Meerzwiebel, Ar. Plut. 720.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 lentisque, plante ; fruit du lentisque;
2 oignon marin (d'ord. σκίλλα).
Étymologie: DELG étym. ignorée.

Greek (Liddell-Scott)

σχῖνος: ἡ, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «σκῖνος», μαστιχιά, μαστιχόδενδρον, Λατ. lentiscus, Ἱππ. 670, 5, Θεόκρ. 7. 133· ἐσθιόμενος ὑπὸ τῶν αἰγῶν, ὁ αὐτ. 5. 129, Βάβρ. 3. 4, πρβλ. λήδανον. 2) ὁ καρπὸς τῆς σχίνου, Ἡρόδ. 4. 177. ΙΙ. σκίλλα, σκιλλοκρόμμυδον, λάμβανε χερσὶν σχῖνον μεγάλην Κρατῖνος ἐν «Χείρωσι» 7, Ἀριστοφ. Πλ. 720, Ἀποσπ. 251, Κωμικοὶ παρ’ Ἀθην. 68Β, 71Α· ἴδε Foës. Oec. n. Hipp. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 376-377.

Spanish

lentisco

Greek Monolingual

ο / σχῑνος, ἡ, ΝΜΑ, και σκίνος και τ. ουδ. πληθ. σκίνα, τα, Ν
κοινή σήμερα ονομασία του φυτού Pistacia lentiscus που, σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση, ανήκει στο γένος πιστακία, αλλ. μαστιχόδενδρο
νεοελλ.
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών το οποίο ανήκει στην οικογένεια ανακαρδιίδες της τάξης ρουτώδη και περιλαμβάνει 20 ώς 30 είδη αειθαλών μικρών δένδρων ή θάμνων που καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά και για τη σκιά τους, συνήθως σε δενδροστοιχίες κατά μήκος τών δρόμων, αλλ. σχοίνος
αρχ.
ο βολβός του φυτού σκίλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Όνομα φυτού, άγνωστης ετυμολ. Στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται και ο μεταπλασμένος τ. πληθ. σκίνα (πρβλ. σκίζω: σχίζω.

Greek Monotonic

σχῖνος: ἡ,
I. 1. μαστιχόδεντρο, Λατ. entiscus, σε Θεόκρ.
2. ο καρπός του δέντρου, σε Ηρόδ.
II. φυτό σκυλοκρέμμυδο ή κρεμμύδι της θάλασσας, = σκίλλα, σε Αριστοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σχῖνος -ου, ἡ mastix-boom.

Russian (Dvoretsky)

σχῖνος:
1) мастиковое дерево (Pistacia lentiscus) Theocr.;
2) плод мастикового дерева Her.;
3) (тж. σκίλλα) морской лук (Bulbus scillae) Arph.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: mastich-tree, Pistacia Lentiscus (Hdt., Thphr., Theoc., LXX a.o.); squill, σκίλλα (Epich., Hp., com. a.o.).
Compounds: Some compp., e.g. σχινο-κέφαλος with a head like a squill (Cratin. a.o.).
Derivatives: σχιν-ίς f. mastich-berry (Thphr.), -ινος of mastich (medic.), -ειος id. (Theognost.), -ίζω, -ίζομαι to clean ones teeth with mastich (Jamb., EM, Phot.), also des. of certain dance-movements (Ath.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Unexplained. The word, a tree and a sea-animal, will be Pre-Greek.

Middle Liddell

σχῖνος, ἡ,
I. the mastich-tree, Lat. lentiscus, Theocr.
2. its fruit, Hdt.
II. a squill, = σκίλλα, Ar.

Frisk Etymology German

σχῖνος: {skhĩnos}
Grammar: m.
Meaning: Mastixbaum, Pistacia Lentiscus (Hdt., Thphr., Theok., LXX u.a.), Meerzwiebel, σκίλλα (Epich., Hp., Kom. u.a.).
Composita: Einzelne Kompp., z.B. σχινοκέφαλος ‘mit meerzwiebel-ähnlichem Kopf’ (Kratin. u.a.).
Derivative: Davon σχινίς f. Mastixbeere (Thphr.), -ινος ‘von M.’ (Mediz.), -ειος ib. (Theognost.), -ίζω, -ίζομαι ‘die Zähne mit M. reinigen’ (Jamb., EM, Phot.), auch Bez. gewisser Tanzbewegungen (Ath.).
Etymology: Unerklärt.
Page 2,840

Translations

mastic

Albanian: shqind, xinë; Arabic: ضَرْو‎; Hijazi Arabic: مستكة‎; Catalan: llentiscle; Dutch: mastiekboom, mastaka; Finnish: mastiksipistaasi; French: arbre au mastic, pistachier lentisque; Galician: laderno, loderno, aroeira; German: Mastix, Wilde Pistazie, Mastixstrauch, Mastix-Pistazie, Mastix-Baum, Mastix-Strauch, Mastixpistazienstrauch; Greek: μαστιχιά; Ancient Greek: σχῖνος; Hebrew: אלת המסטיק‎; Italian: lentisco; Latin: lentiscus; Russian: мастиковое дерево; Spanish: mata, lentisco, mata charneca; Tagalog: almasiga

squill

Bulgarian: синчец; Catalan: escil·la; Czech: ladoňka; Finnish: sinililja; French: scille; German: Blaustern; Ancient Greek: σκίλλα; Hungarian: csillagvirág; Irish: sciolla; Italian: scilla; Latin: scilla; Polish: cebulica; Portuguese: scilla; Romanian: viorea, scila; Spanish: escila; Swedish: scilla, blåstjärna; Tagalog: esila