φυστή: Difference between revisions
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1319.png Seite 1319]] oder φύστη, ἡ, sc. [[μᾶζα]], eine Art Brot, Kuchen aus Gerstenmehl, wozu der Teig nur leicht eingerührt, nicht derb geknetet war, Ar. Vesp. 610; bei den übrigen Griechen außer den Att. war dafür [[φύραμα]] gebräuchl.; λιτὴ καὶ οὐκ [[εὐάλφιτος]] Leon. Tar. 55 (VII, 736); vgl. Schol. Ar. Vesp. 610; ἡ μὴ [[ἄγαν]] τετριμμένη Ath. III, 114 f. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1319.png Seite 1319]] oder φύστη, ἡ, sc. [[μᾶζα]], eine Art Brot, Kuchen aus Gerstenmehl, wozu der Teig nur leicht eingerührt, nicht derb geknetet war, Ar. Vesp. 610; bei den übrigen Griechen außer den Att. war dafür [[φύραμα]] gebräuchl.; λιτὴ καὶ οὐκ [[εὐάλφιτος]] Leon. Tar. 55 (VII, 736); vgl. Schol. Ar. Vesp. 610; ἡ μὴ [[ἄγαν]] τετριμμένη Ath. III, 114 f. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><i>s.e.</i> [[μᾶζα]];<br />sorte de pain <i>ou</i> de gâteau fait d'un mélange de farine et de vin grossièrement pétris.<br />'''Étymologie:''' DELG [[φῦσα]] « galette soufflée ». | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φυστή''': (ἐξυπακ. [[μᾶζα]]), ἡ, Ἀττ. [[ὄνομα]] εἴδους πλακοῦντος ἐξ ἀλφίτων καὶ οἴνου, οὗ τὸ [[φύραμα]] ὀλίγον μόνον ἐζυμώνεταο καὶ οὐχὶ ἰσχυρῶς, Χιωνίδης ἐν «Πτωχοῖς» 4, Ἀνθ. Π. 7. 736˙ φυστὴ [[μᾶζα]] Ἀριστοφ. Σφ. 610˙ πρβλ. Ἀθήν. 114F, 149Α. ― Οἱ μεταγενέστεροι συγγραφεῖς ἐκάλουν τοῦτο [[φύραμα]]. ― Συχνάκις φέρεται φύστη˙ παρὰ τῷ Μοίριδι 384 φυστῆ˙ παρὰ δὲ τῷ Μεγ. Ἐτυμ. 803, 1 μνημονεύονται καὶ πληθ. φύστα, τά. | |lstext='''φυστή''': (ἐξυπακ. [[μᾶζα]]), ἡ, Ἀττ. [[ὄνομα]] εἴδους πλακοῦντος ἐξ ἀλφίτων καὶ οἴνου, οὗ τὸ [[φύραμα]] ὀλίγον μόνον ἐζυμώνεταο καὶ οὐχὶ ἰσχυρῶς, Χιωνίδης ἐν «Πτωχοῖς» 4, Ἀνθ. Π. 7. 736˙ φυστὴ [[μᾶζα]] Ἀριστοφ. Σφ. 610˙ πρβλ. Ἀθήν. 114F, 149Α. ― Οἱ μεταγενέστεροι συγγραφεῖς ἐκάλουν τοῦτο [[φύραμα]]. ― Συχνάκις φέρεται φύστη˙ παρὰ τῷ Μοίριδι 384 φυστῆ˙ παρὰ δὲ τῷ Μεγ. Ἐτυμ. 803, 1 μνημονεύονται καὶ πληθ. φύστα, τά. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 10:40, 2 October 2022
English (LSJ)
(sc. μᾶζα), ἡ, Att. name for a kind of light pastry or puff, Chionid.7, AP7.736 (Leon.): in full, φ. μᾶζα Ar.V.610 (anap.), Harmod.1, cf. Ath.3.114f (accented φυστῆ by Moer.p.384 P.: heterocl. pl. φύστα, τά, EM803.1).
German (Pape)
[Seite 1319] oder φύστη, ἡ, sc. μᾶζα, eine Art Brot, Kuchen aus Gerstenmehl, wozu der Teig nur leicht eingerührt, nicht derb geknetet war, Ar. Vesp. 610; bei den übrigen Griechen außer den Att. war dafür φύραμα gebräuchl.; λιτὴ καὶ οὐκ εὐάλφιτος Leon. Tar. 55 (VII, 736); vgl. Schol. Ar. Vesp. 610; ἡ μὴ ἄγαν τετριμμένη Ath. III, 114 f.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
s.e. μᾶζα;
sorte de pain ou de gâteau fait d'un mélange de farine et de vin grossièrement pétris.
Étymologie: DELG φῦσα « galette soufflée ».
Greek (Liddell-Scott)
φυστή: (ἐξυπακ. μᾶζα), ἡ, Ἀττ. ὄνομα εἴδους πλακοῦντος ἐξ ἀλφίτων καὶ οἴνου, οὗ τὸ φύραμα ὀλίγον μόνον ἐζυμώνεταο καὶ οὐχὶ ἰσχυρῶς, Χιωνίδης ἐν «Πτωχοῖς» 4, Ἀνθ. Π. 7. 736˙ φυστὴ μᾶζα Ἀριστοφ. Σφ. 610˙ πρβλ. Ἀθήν. 114F, 149Α. ― Οἱ μεταγενέστεροι συγγραφεῖς ἐκάλουν τοῦτο φύραμα. ― Συχνάκις φέρεται φύστη˙ παρὰ τῷ Μοίριδι 384 φυστῆ˙ παρὰ δὲ τῷ Μεγ. Ἐτυμ. 803, 1 μνημονεύονται καὶ πληθ. φύστα, τά.
Greek Monolingual
και φύστη και φυστῆ, ἡ, Α
(ενν. μάζα) είδος ελαφρά ζυμωμένου εδέσματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. ενός αμάρτυρου επιθ. φυστός < φῦσα + κατάλ. -τός (πρβλ. πλαστή)].
Greek Monotonic
φυστή: (ενν. μᾶζα), ἡ, είδος γλυκίσματος με κριθάρι, ζύμη που έχει ανακατευθεί λίγο, δεν ζυμώθηκε γερά, σε Ανθ.· φυστή μᾶζα, σε Αριστοφ. (αμφίβ. προέλ.).
Russian (Dvoretsky)
φυστή: v.l. φύστη ἡ и φυστὴ μᾶζα лепешка из слабо замешенного теста Arph., Anth.
Middle Liddell
(sc. μᾶζἀ, a kind of barley-cake, the dough being lightly mixed, not kneaded firmly, Anth.; φ. μᾶζα Ar. [deriv. uncertain]