ἀκύμων: Difference between revisions

From LSJ

Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ῡ-]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[que no tiene olas]], [[carente de oleaje]] del mar, Pi.<i>Fr</i>.140b.16, A.<i>A</i>.566, ἀκύμονα πόντου νῶτα E.<i>IT</i> 1444, Ael.<i>NA</i> 15.12, ἀκύμονι πομπᾷ σιγώντων ἀνέμων E.<i>Fr</i>.773.39, ἀ. [[γαλήνη]] Ph.1.680, ὄχθαι Nonn.<i>D</i>.10.171.<br /><b class="num">2</b> fig. [[tranquilo]], [[sosegado]] [[βίος]] Plu.2.8a, [[διάθεσις]] Plot.1.6.5, ψυχή Plu.2.1090b.<br /><b class="num">II</b> [[estéril]], [[que no concibe]] νηδύς E.<i>Andr</i>.158, γῆ Moschio Trag.6.13, cf. Ar.<i>Fr</i>.765, Sud.<br /><b class="num">• Etimología:</b> v. [[κυέω]]
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ῡ-]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[que no tiene olas]], [[carente de oleaje]] del mar, Pi.<i>Fr</i>.140b.16, A.<i>A</i>.566, ἀκύμονα πόντου νῶτα E.<i>IT</i> 1444, Ael.<i>NA</i> 15.12, ἀκύμονι πομπᾷ σιγώντων ἀνέμων E.<i>Fr</i>.773.39, ἀ. [[γαλήνη]] Ph.1.680, ὄχθαι Nonn.<i>D</i>.10.171.<br /><b class="num">2</b> fig. [[tranquilo]], [[sosegado]] [[βίος]] Plu.2.8a, [[διάθεσις]] Plot.1.6.5, ψυχή Plu.2.1090b.<br /><b class="num">II</b> [[estéril]], [[que no concibe]] νηδύς E.<i>Andr</i>.158, γῆ Moschio Trag.6.13, cf. Ar.<i>Fr</i>.765, Sud.<br /><b class="num">• Etimología:</b> v. [[κυέω]]
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />sans vagues, calme.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[κῦμα]].<br /><span class="bld">2</span>ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />stérile.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[κύω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκύμων''': [ῡ], -ον, γεν. ονος, ([[κῦμα]]) = [[ἀκύμαντος]], Πινδ. Ἀποσπ. 259, Αἰσχύλ. Ἀγ. 556: - μεταφ., γαληνιαῖος, [[βίος]], Πλούτ. 8Β, κτλ., ἴδε Wyttenb. ἐν τόπῳ.
|lstext='''ἀκύμων''': [ῡ], -ον, γεν. ονος, ([[κῦμα]]) = [[ἀκύμαντος]], Πινδ. Ἀποσπ. 259, Αἰσχύλ. Ἀγ. 556: - μεταφ., γαληνιαῖος, [[βίος]], Πλούτ. 8Β, κτλ., ἴδε Wyttenb. ἐν τόπῳ.
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />sans vagues, calme.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[κῦμα]].<br /><span class="bld">2</span>ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />stérile.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[κύω]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater

Revision as of 11:46, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκύμων Medium diacritics: ἀκύμων Low diacritics: ακύμων Capitals: ΑΚΥΜΩΝ
Transliteration A: akýmōn Transliteration B: akymōn Transliteration C: akymon Beta Code: a)ku/mwn

English (LSJ)

(A), [ῡ], ον, gen. ονος, (κῦμα) A = ἀκύμαντος, Pi.Fr.235, A.Ag.566; θάλασσα Ar.Fr.708; ἀ. πομπὰ σιγώντων ἀνέμων E.Fr.773.39 (Pap.); γαλήνη Ph.1.680; ἀήρ Plu.2.722e; οὐρανός prob. in Plot.5.1.2: metaph., βίος Plu.2.8a.
ἀκύμ-ων (B), [ῡ], ον, gen. ονος, (κυέω) A without fruit, barren, of women, E.Andr.158; of the earth, Moschio Trag.8.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-ῡ-]
I 1que no tiene olas, carente de oleaje del mar, Pi.Fr.140b.16, A.A.566, ἀκύμονα πόντου νῶτα E.IT 1444, Ael.NA 15.12, ἀκύμονι πομπᾷ σιγώντων ἀνέμων E.Fr.773.39, ἀ. γαλήνη Ph.1.680, ὄχθαι Nonn.D.10.171.
2 fig. tranquilo, sosegado βίος Plu.2.8a, διάθεσις Plot.1.6.5, ψυχή Plu.2.1090b.
II estéril, que no concibe νηδύς E.Andr.158, γῆ Moschio Trag.6.13, cf. Ar.Fr.765, Sud.
• Etimología: v. κυέω

French (Bailly abrégé)

1ων, ον ; gén. ονος;
sans vagues, calme.
Étymologie: , κῦμα.
2ων, ον ; gén. ονος;
stérile.
Étymologie: , κύω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκύμων: [ῡ], -ον, γεν. ονος, (κῦμα) = ἀκύμαντος, Πινδ. Ἀποσπ. 259, Αἰσχύλ. Ἀγ. 556: - μεταφ., γαληνιαῖος, βίος, Πλούτ. 8Β, κτλ., ἴδε Wyttenb. ἐν τόπῳ.

English (Slater)

ᾰκῡμων waveless ἀκύμονος ἐν πόντου πελάγει fr. 140b. 16.

Greek Monolingual

(I)
ἀκύμων (-ονος), -ον (Α) κύμα
ακύμαντος, άκυμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + κῦμα «το θαλάσσιο κύμα». Σημειώνεται ότι τόσο το ἀκύμων (Ι) όσο και το ἀκύμων (ΙΙ) στην πραγματικότητα έχουν κοινή ετυμολογική αρχή, τη λ. κῦμα (< κύω), διαφοροποιημένη σημασιολογικά ως «κυματισμός, θαλάσσιο κύμα» (> ἀκύμων Ι) και «κύημα, έμβρυο» (> ἀκύμων ΙΙ)].
(II)
ἀκύμων (-ονος), -ον (Α)
1. (για γυναίκες) στείρα
2. άκαρπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + κῦμα «κύημα, έμβρυο», βλ. ἀκύμων Ι].

Greek Monotonic

ἀκύμων:,—ονος[ῡ], -ον, γεν. -ονος (κύεω), άκαρπος, στείρος, λέγεται για γυναίκες, σε Ευρ.
ἀκύμων:,—ονος[ῡ], -ον, γεν. -ονος (κῦμα) = ἀκύμαντος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀκύμων: 2, gen. ονος (ῡ) бесплодный (νηδύς Eur.).
2, gen. ονος (ῡ) не взволнованный, спокойный (πόντος Aesch., Pind.; πόντου νῶτος Eur.; θάλασσα, πόρος, βίος Plut.).

Middle Liddell

[κύεω]
without fruit, barren, of women, Eur.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀκύμων -ον, gen. -ονος [ἀ-, κῦμα zonder golven, kalm.