ἀμφαδόν: Difference between revisions

From LSJ

Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0133.png Seite 133]] (vgl. [[ἀναφανδόν]]), öffentlich, unverhohlen, eigentl. accus. neutr. sing. (vgl. [[ἀμφαδά]]); Hom. sechsmal, ἢ ἀμφαδὸν ἦε [[κρυφηδόν]] Od. 14, 330. 19, 299, ήὲ δόλῳ ἢ [[ἀμφαδόν]] Od. 1, 296. 11, 120, Gegstz [[λάθρῃ]] Iliad. 7, 243, ohne Gegstz Iliad. 9, 370.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0133.png Seite 133]] (vgl. [[ἀναφανδόν]]), öffentlich, unverhohlen, eigentl. accus. neutr. sing. (vgl. [[ἀμφαδά]]); Hom. sechsmal, ἢ ἀμφαδὸν ἦε [[κρυφηδόν]] Od. 14, 330. 19, 299, ήὲ δόλῳ ἢ [[ἀμφαδόν]] Od. 1, 296. 11, 120, Gegstz [[λάθρῃ]] Iliad. 7, 243, ohne Gegstz Iliad. 9, 370.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />ouvertement, publiquement.<br />'''Étymologie:''' pour *ἀναφαδόν, de [[ἀναφαίνω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμφᾰδόν''': ἐπίρρ. ποιητ. ἀντὶ ἀναφαδόν = ἀναφανδὸν ([[ἀμφανδόν]]) = [[δημοσίᾳ]], φανερῶς, [[ἄνευ]] προφυλάξεως ἢ ἀποκρύψεως, ἀντίθετον τῷ [[λάθρῃ]] Ἰλ. Π. 213· τῷ κρυφηδὸν Ὀδ. Ξ. 330· τῷ δόλῳ Α. 296: ἀμφαδὸν βαλέειν, κτείνειν, ἀγορεύειν, εἰπεῖν Ὅμ.―Φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] τὸ οὐδέτερον ἐπιθέτου ἀμφαδός, ή, όν, [[ὅπερ]] ἀπαντᾷ ἐν Ὀδ. Τ. 391, μὴ ἀμφαδὰ ἔργα γένοιτο, [[μήπως]] ἀνακαλυφθῶσι, γνωσθῶσιν. Ὑπάρχει [[τύπος]] ἀμφαδὴν παρ’ Ἀρχιλ. 60.
|lstext='''ἀμφᾰδόν''': ἐπίρρ. ποιητ. ἀντὶ ἀναφαδόν = ἀναφανδὸν ([[ἀμφανδόν]]) = [[δημοσίᾳ]], φανερῶς, [[ἄνευ]] προφυλάξεως ἢ ἀποκρύψεως, ἀντίθετον τῷ [[λάθρῃ]] Ἰλ. Π. 213· τῷ κρυφηδὸν Ὀδ. Ξ. 330· τῷ δόλῳ Α. 296: ἀμφαδὸν βαλέειν, κτείνειν, ἀγορεύειν, εἰπεῖν Ὅμ.―Φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] τὸ οὐδέτερον ἐπιθέτου ἀμφαδός, ή, όν, [[ὅπερ]] ἀπαντᾷ ἐν Ὀδ. Τ. 391, μὴ ἀμφαδὰ ἔργα γένοιτο, [[μήπως]] ἀνακαλυφθῶσι, γνωσθῶσιν. Ὑπάρχει [[τύπος]] ἀμφαδὴν παρ’ Ἀρχιλ. 60.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />ouvertement, publiquement.<br />'''Étymologie:''' pour *ἀναφαδόν, de [[ἀναφαίνω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 12:00, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφᾰδόν Medium diacritics: ἀμφαδόν Low diacritics: αμφαδόν Capitals: ΑΜΦΑΔΟΝ
Transliteration A: amphadón Transliteration B: amphadon Transliteration C: amfadon Beta Code: a)mfado/n

English (LSJ)

Adv., poet. for ἀναφαδόν = ἀναφανδόν (ἀμφανδόν), publicly, openly, without disguise, opp. λάθρη, βαλέειν Il.7.243; opp. κρυφηδόν, Od.14.330; opp. δόλῳ, κτείνειν 1.296; ἀ. πάντ' ἀγορεύειν Il.9.370; ὡς ἀ πέπραγα πανταχῇ καλῶς Ion Trag. ap. Phot.p.98 R.—Prop. neut. of Adj. ἀμφαδός, ή, όν, which occurs in Od.19.391 μὴ ἀμφαδὰ ἔργα γένοιτο discovered, known, cf. A.R.3.615.

German (Pape)

[Seite 133] (vgl. ἀναφανδόν), öffentlich, unverhohlen, eigentl. accus. neutr. sing. (vgl. ἀμφαδά); Hom. sechsmal, ἢ ἀμφαδὸν ἦε κρυφηδόν Od. 14, 330. 19, 299, ήὲ δόλῳ ἢ ἀμφαδόν Od. 1, 296. 11, 120, Gegstz λάθρῃ Iliad. 7, 243, ohne Gegstz Iliad. 9, 370.

French (Bailly abrégé)

adv.
ouvertement, publiquement.
Étymologie: pour *ἀναφαδόν, de ἀναφαίνω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφᾰδόν: ἐπίρρ. ποιητ. ἀντὶ ἀναφαδόν = ἀναφανδὸν (ἀμφανδόν) = δημοσίᾳ, φανερῶς, ἄνευ προφυλάξεως ἢ ἀποκρύψεως, ἀντίθετον τῷ λάθρῃ Ἰλ. Π. 213· τῷ κρυφηδὸν Ὀδ. Ξ. 330· τῷ δόλῳ Α. 296: ἀμφαδὸν βαλέειν, κτείνειν, ἀγορεύειν, εἰπεῖν Ὅμ.―Φαίνεται ὅτι εἶναι τὸ οὐδέτερον ἐπιθέτου ἀμφαδός, ή, όν, ὅπερ ἀπαντᾷ ἐν Ὀδ. Τ. 391, μὴ ἀμφαδὰ ἔργα γένοιτο, μήπως ἀνακαλυφθῶσι, γνωσθῶσιν. Ὑπάρχει τύπος ἀμφαδὴν παρ’ Ἀρχιλ. 60.

English (Autenrieth)

and ἀμ-φαδά (ἀναφαίνω): adv., openly, publicly; opp. κρυφηδόν, Od. 14.330; βαλέειν, ‘in regular battle,’ Il. 7.243 (opp. λάθρῃ); ἀμφαδὰ ἔργα γένοιτο, ‘be revealed,’ ‘come to light,’ Od. 19.391.

English (Slater)

ἀμφαδόν v. ἀμφανδόν.

Greek Monolingual

ἀμφαδὸν και ἀμφανδὸν και ἀμφάδην και ἀμφαδίην επίρρ. (Α)
δημόσια, ανοιχτά, φανερά, ολοφάνερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επιρμ. τύποι που σχηματίστηκαν από τα θέματα φᾰ- και φαν- του ρ. φαίνω. Ο τ. ἀμφαδὸν < ἀναφαδὸν < ἀνά + θ. φᾰ-, φαίνω + -δόν. Ο τ. ἀμφανδὸν < ἀναφανδὸν < ἀνά + θ. φαν-, φαίνω + -δόν. Ο τ. ἀμφάδην < ἀνὰ + θ. φᾰ -, φαίνω + -δην. Σχετικά με τον τ. ἀμφαδίην βλ. ἀμφάδιος.

Greek Monotonic

ἀμφᾰδόν: επίρρ., ποιητ. αντί ἀναφαδόν (ἀναφαίνω), δημοσίως, φανερά, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφᾰδόν: adv. открыто, явно Hom.

Middle Liddell

poet. for ἀναφαδόν, from ἀναφαίνω
publicly, openly, without disguise, Hom.