ἀνίκανος: Difference between revisions

From LSJ

Τί γὰρ γένοιτ' ἂν ἕλκος μεῖζονφίλος κακός; → What wound is greater than a false friend?

Sophocles, Antigone, 651-2
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0237.png Seite 237]] 1) für den nichts hinreicht, ungenügsam, Arr. Ep. 4, 1, 106, neben [[ἄπληστος]]. – 2) unzureichend, unfähig, Heliod.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0237.png Seite 237]] 1) für den nichts hinreicht, ungenügsam, Arr. Ep. 4, 1, 106, neben [[ἄπληστος]]. – 2) unzureichend, unfähig, Heliod.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />insuffisant, incapable.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ἱκανός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνίκᾰνος''': [ῐ], -ον, ὁ μὴ [[ἀρκετός]], ὁ μὴ [[ἱκανός]], ὡς καὶ νῦν, Βαβρ. 92, ἐν τέλ., Ἡλιόδ. 2. 30. 2) ὁ μηδὲν εὑρίσκων ἱκανόν, [[ἀκόρεστος]], «ᾧ οὐδέν ἐστιν ἱκανόν, ὁ [[μηδέποτε]] λέγων [[ἅλις]]» (Σημ. Κοραῆ σ. 408 εἰς Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 1, 106). ― Ἐπίρρ. -νως, Κύριλλ. Ἀλ. καὶ ἄλλ.
|lstext='''ἀνίκᾰνος''': [ῐ], -ον, ὁ μὴ [[ἀρκετός]], ὁ μὴ [[ἱκανός]], ὡς καὶ νῦν, Βαβρ. 92, ἐν τέλ., Ἡλιόδ. 2. 30. 2) ὁ μηδὲν εὑρίσκων ἱκανόν, [[ἀκόρεστος]], «ᾧ οὐδέν ἐστιν ἱκανόν, ὁ [[μηδέποτε]] λέγων [[ἅλις]]» (Σημ. Κοραῆ σ. 408 εἰς Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 1, 106). ― Ἐπίρρ. -νως, Κύριλλ. Ἀλ. καὶ ἄλλ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />insuffisant, incapable.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ἱκανός]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 12:05, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνίκᾰνος Medium diacritics: ἀνίκανος Low diacritics: ανίκανος Capitals: ΑΝΙΚΑΝΟΣ
Transliteration A: aníkanos Transliteration B: anikanos Transliteration C: anikanos Beta Code: a)ni/kanos

English (LSJ)

[ῐ], ον, A insufficient, incapable, Babr.92 Subscr., Hld.2.30. 2 dissatisfied with everything, Arr.Epict.4.1.106.

Spanish (DGE)

(ἀνίκᾰνος) -ον
• Prosodia: [-ῐ-]
I 1incapaz ἔργοις ἀ. incapaz en la acción Babr.92 epimitio (Crusius), ἐγὼ μὲν οὐκ ἀνίκανος ... δῶρόν γε λαμβάνων Hld.2.30.4
incapacitado por una lesión οὐτέπο[τ] ε στρατεύομαι ἀ. PHerm.Rees 7.18 (IV d.C.).
2 insatisfecho τί ἄπληστος εἶ; τί ἀνίκανος; Arr.Epict.4.1.106.
II adv. -ως insuficientemente ἀ. ... ἔχοντος ... νόμου siendo insuficiente la ley Cyr.Al.M.70.37C.

German (Pape)

[Seite 237] 1) für den nichts hinreicht, ungenügsam, Arr. Ep. 4, 1, 106, neben ἄπληστος. – 2) unzureichend, unfähig, Heliod.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
insuffisant, incapable.
Étymologie: , ἱκανός.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνίκᾰνος: [ῐ], -ον, ὁ μὴ ἀρκετός, ὁ μὴ ἱκανός, ὡς καὶ νῦν, Βαβρ. 92, ἐν τέλ., Ἡλιόδ. 2. 30. 2) ὁ μηδὲν εὑρίσκων ἱκανόν, ἀκόρεστος, «ᾧ οὐδέν ἐστιν ἱκανόν, ὁ μηδέποτε λέγων ἅλις» (Σημ. Κοραῆ σ. 408 εἰς Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 1, 106). ― Ἐπίρρ. -νως, Κύριλλ. Ἀλ. καὶ ἄλλ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνίκανος, -ον)
1. αυτός που δεν έχει την ικανότητα να κάνει ή να πει κάτι
2. αδέξιος, ανεπαρκής
νεοελλ.
1. ο μη ικανός για στρατιωτική υπηρεσία, ιερατικό λειτούργημα ή εργασία εξαιτίας σωματικής ή πνευματικής αδυναμίας
2. αυτός που πάσχει από σεξουαλική ανικανότητα
αρχ.
ανικανοποίητος, ακόρεστος.

Greek Monotonic

ἀνίκανος: [ῐ], -ον, ακατάλληλος, αναρμόδιος, ανεπαρκής, σε Βάβρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνίκᾰνος: недостаточный или неспособный Babr.

Middle Liddell

insufficient, incapable, Babr.