ἀνελεήμων: Difference between revisions

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0221.png Seite 221]] ον, unbarmherzig, Sp. – Adv. ἀνελεημόνως, Antiph. 1, 25.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0221.png Seite 221]] ον, unbarmherzig, Sp. – Adv. ἀνελεημόνως, Antiph. 1, 25.
}}
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />sans pitié, cruel.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ἐλεήμων]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνελεήμων''': -ον, γεν. ονος, ὁ μὴ [[ἐλεήμων]], ὁ μὴ κινούμενος εἰς ἔλεον ἢ οἶκτον [[πρός]] τινα, ἄσπλαγχνος, Ἀριστ. Ρητ. πρὸς Ἀλέξ. 37. 3, Ἐπιστ. Παύλ. πρὸς Ρωμ. αϳ 31: [[οὕτως]], ἀνηλεήμων Νικοχάρ. Ἄδηλ. 5: καὶ ἀνελήμων, «ἀνελήμων καὶ [[ἀνελεήμων]] φασί. Νικόχαρις (γράφε Νικοχάρης) δὲ ἀνηλεήμων» Α. Β. 400. 30. ― Ἐπίρρ. ἀνελεημόνως ἀπολέσθαι Ἀντιφῶν 114. 10.
|lstext='''ἀνελεήμων''': -ον, γεν. ονος, ὁ μὴ [[ἐλεήμων]], ὁ μὴ κινούμενος εἰς ἔλεον ἢ οἶκτον [[πρός]] τινα, ἄσπλαγχνος, Ἀριστ. Ρητ. πρὸς Ἀλέξ. 37. 3, Ἐπιστ. Παύλ. πρὸς Ρωμ. αϳ 31: [[οὕτως]], ἀνηλεήμων Νικοχάρ. Ἄδηλ. 5: καὶ ἀνελήμων, «ἀνελήμων καὶ [[ἀνελεήμων]] φασί. Νικόχαρις (γράφε Νικοχάρης) δὲ ἀνηλεήμων» Α. Β. 400. 30. ― Ἐπίρρ. ἀνελεημόνως ἀπολέσθαι Ἀντιφῶν 114. 10.
}}
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />sans pitié, cruel.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ἐλεήμων]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR

Revision as of 12:19, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνελεήμων Medium diacritics: ἀνελεήμων Low diacritics: ανελεήμων Capitals: ΑΝΕΛΕΗΜΩΝ
Transliteration A: aneleḗmōn Transliteration B: aneleēmōn Transliteration C: aneleimon Beta Code: a)neleh/mwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, merciless, without mercy, Arist.Rh. Al.1442a13, Ep.Rom.1.31, Cat.Cod.Astr.2.173:—also ἀνηλεήμων, Nicoch.20; and in AB400 ἀνελήμων. Adv. ἀνελεημόνως = mercilessly, ἀπολέσθαι Antipho 1.25, LXXJb.6.21.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): ἀνελήμων AB 400
1 que no tiene piedad o compasión, despiadadoἐναντίος Anaximen.Rh.1442a14, ἀνελεήμων ὡς λύκος Pall.V.Chrys.20.402, ἀνθρώπων ἀνελεημώνων καὶ ἀθέων PLond.1915.8 (IV d.C.), cf. Nicoch.20, Ep.Rom.1.31, Ptol.Tetr.3.14.14, Cat.Cod.Astr.2.173
fig. ἀνελεήμων θυμὸς καὶ ὀξεῖα ὀργή LXX Pr.27.4.
2 adv. ἀνελεημόνως = despiadadamente ἀπώλεσεν Antipho 1.25, ὑμεῖς ἐπέβητέ μοι ἀνελεημόνως LXX Ib.6.21.

German (Pape)

[Seite 221] ον, unbarmherzig, Sp. – Adv. ἀνελεημόνως, Antiph. 1, 25.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
sans pitié, cruel.
Étymologie: , ἐλεήμων.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνελεήμων: -ον, γεν. ονος, ὁ μὴ ἐλεήμων, ὁ μὴ κινούμενος εἰς ἔλεον ἢ οἶκτον πρός τινα, ἄσπλαγχνος, Ἀριστ. Ρητ. πρὸς Ἀλέξ. 37. 3, Ἐπιστ. Παύλ. πρὸς Ρωμ. αϳ 31: οὕτως, ἀνηλεήμων Νικοχάρ. Ἄδηλ. 5: καὶ ἀνελήμων, «ἀνελήμων καὶ ἀνελεήμων φασί. Νικόχαρις (γράφε Νικοχάρης) δὲ ἀνηλεήμων» Α. Β. 400. 30. ― Ἐπίρρ. ἀνελεημόνως ἀπολέσθαι Ἀντιφῶν 114. 10.

English (Strong)

from Α (as a negative particle) and ἐλεήμων; merciless: unmerciful.

English (Thayer)

(ἀνέλεος) ἀνελεον, without mercy, merciless: L T Tr WH, unusual form for ἀνίλεως R G. The Greeks said ἀνηλεής and ἀνελεης, cf. Lob. ad Phryn., p. 710f; Winer's Grammar, 100 (95).

Greek Monolingual

ἀνελεήμων, -ον (Α) (κ. νεοελλ. ανελεήμονας, ανελέημονας)
εκείνος που δεν ελεεί, άσπλαχνος, άπονος.

Greek Monotonic

ἀνελεήμων: -ον, -ονος, άσπλαχνος, ανηλεής, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ἀνελεήμων: 2, gen. ονος безжалостный, немилосердный Arst., NT.

Middle Liddell

merciless, without mercy, NTest.

Chinese

原文音譯:¢nele»mwn 安-誒累誒蒙
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:不-(有)憐憫(的)
字義溯源:無憐憫的,無同情的,不仁慈的,不憐憫人的;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(ἐλεήμων)=憐恤的)組成;其中 (ἐλεήμων)出自(ἐλεέω / ἐλεάω)=有憐恤),而 (ἐλεέω / ἐλεάω)出自(ἔλεος)*=憐恤)
出現次數:總共(1);羅(1)
譯字彙編
1) 不憐憫人的(1) 羅1:31