ἀνταπολαμβάνω: Difference between revisions

From LSJ

ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0244.png Seite 244]] (s. [[λαμβάνω]]), dagegen empfangen, Plat. Tim. 27 b; [[χάριν]] Dem. 20, 46.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0244.png Seite 244]] (s. [[λαμβάνω]]), dagegen empfangen, Plat. Tim. 27 b; [[χάριν]] Dem. 20, 46.
}}
{{bailly
|btext=recevoir en retour.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], ἀπολάμβανω.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνταπολαμβάνω''': μέλλ. -λήψομαι, [[ἀπολαμβάνω]] ἐν τῷ μέρει, [[ἀπολαμβάνω]] ἀμοιβαίως, [[τελέως]] τε καὶ λαμπρῶς [[ἔοικα]] ἀνταπολήψεσθαι τὴν τῶν λόγων ἑστίασιν Πλάτ. Τίμ. 27Β, Δημ. 471. 2.
|lstext='''ἀνταπολαμβάνω''': μέλλ. -λήψομαι, [[ἀπολαμβάνω]] ἐν τῷ μέρει, [[ἀπολαμβάνω]] ἀμοιβαίως, [[τελέως]] τε καὶ λαμπρῶς [[ἔοικα]] ἀνταπολήψεσθαι τὴν τῶν λόγων ἑστίασιν Πλάτ. Τίμ. 27Β, Δημ. 471. 2.
}}
{{bailly
|btext=recevoir en retour.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], ἀπολάμβανω.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 12:25, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνταπολαμβάνω Medium diacritics: ἀνταπολαμβάνω Low diacritics: ανταπολαμβάνω Capitals: ΑΝΤΑΠΟΛΑΜΒΑΝΩ
Transliteration A: antapolambánō Transliteration B: antapolambanō Transliteration C: antapolamvano Beta Code: a)ntapolamba/nw

English (LSJ)

receive or accept in return, ἑστίασιν Pl.Ti.27b; χάριν D.20.46.

Spanish (DGE)

1 recibir, aceptar a su vez ἑστίασιν Pl.Ti.27b, χάριν D.20.46, Ael.Ep.8, τὴν ἄνωθεν ὕπαρξιν Corp.Herm.16.4.
2 sufrir un castigo ἐκ νόμων PMasp.97ue.75 (VI d.C.).

German (Pape)

[Seite 244] (s. λαμβάνω), dagegen empfangen, Plat. Tim. 27 b; χάριν Dem. 20, 46.

French (Bailly abrégé)

recevoir en retour.
Étymologie: ἀντί, ἀπολάμβανω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνταπολαμβάνω: μέλλ. -λήψομαι, ἀπολαμβάνω ἐν τῷ μέρει, ἀπολαμβάνω ἀμοιβαίως, τελέως τε καὶ λαμπρῶς ἔοικα ἀνταπολήψεσθαι τὴν τῶν λόγων ἑστίασιν Πλάτ. Τίμ. 27Β, Δημ. 471. 2.

Greek Monolingual

ἀνταπολαμβάνω (Α)
παίρνω ή δέχομαι κάτι ως ανταπόδοση.

Greek Monotonic

ἀνταπολαμβάνω: μέλ. -λήψομαι, λαμβάνω ή αποδέχομαι ως αντάλλαγμα, σε Πλάτ., Δημ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνταπολαμβάνω: получать взамен или в воздаяние (τὴν τῶν λόγων ἑστίασιν Plat.; χάριν Dem.).

Middle Liddell


to receive or accept in return, Plat., Dem.