ἀπόρρησις: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valoreven at the risk of death

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-εως, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[prohibición]] μακροτέρως τῆς ἀπορρήσεως Pl.<i>Sph</i>.258c, ἀπορρήσεως προσενεχθείσης <i>IGLS</i> 4028.28 (Betoceca II a.C.), cf. Plu.2.278f, D.C.56.25.7<br /><b class="num">•</b>[[interdicto]] de un tribunal παρὰ τὴν ἀπόρρησιν D.33.31, [[δίκη]] τῆς ἀπορρήσεως Is.2.29.<br /><b class="num">2</b> [[negativa]], [[renuncia]] Pl.<i>R</i>.357a, cf. <i>PCair.Zen</i>.367.31 (III a.C.), <i>PRyl</i>.228.13 (I d.C.), ἀπόρρησιν τοῦ γάμου καὶ φιλίας D.S.31.28, cf. Plb.14.2.14<br /><b class="num">•</b>en juegos o competiciones κἂν ... ποιήσωνται τὴν ἀπόρρησιν Aristid.<i>Or</i>.5.45, ἀ. τῆς μαρτυρίας negativa a prestar testimonio</i> Plu.<i>Mar</i>.5<br /><b class="num">•</b>[[dimisión]] ἀπόρρηοιν διδ[όναι] ἐπὶ τὸν ἐνι[αυτ] όν <i>SB</i> 7835.17 (I a.C.), ἀξιῶ δεξάμενος τὴν ἀπόρρησιν <i>PMich</i>.575.8 (II d.C.).<br /><b class="num">3</b> [[desheredamiento]] Sud.
|dgtxt=-εως, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[prohibición]] μακροτέρως τῆς ἀπορρήσεως Pl.<i>Sph</i>.258c, ἀπορρήσεως προσενεχθείσης <i>IGLS</i> 4028.28 (Betoceca II a.C.), cf. Plu.2.278f, D.C.56.25.7<br /><b class="num">•</b>[[interdicto]] de un tribunal παρὰ τὴν ἀπόρρησιν D.33.31, [[δίκη]] τῆς ἀπορρήσεως Is.2.29.<br /><b class="num">2</b> [[negativa]], [[renuncia]] Pl.<i>R</i>.357a, cf. <i>PCair.Zen</i>.367.31 (III a.C.), <i>PRyl</i>.228.13 (I d.C.), ἀπόρρησιν τοῦ γάμου καὶ φιλίας D.S.31.28, cf. Plb.14.2.14<br /><b class="num">•</b>en juegos o competiciones κἂν ... ποιήσωνται τὴν ἀπόρρησιν Aristid.<i>Or</i>.5.45, ἀ. τῆς μαρτυρίας negativa a prestar testimonio</i> Plu.<i>Mar</i>.5<br /><b class="num">•</b>[[dimisión]] ἀπόρρηοιν διδ[όναι] ἐπὶ τὸν ἐνι[αυτ] όν <i>SB</i> 7835.17 (I a.C.), ἀξιῶ δεξάμενος τὴν ἀπόρρησιν <i>PMich</i>.575.8 (II d.C.).<br /><b class="num">3</b> [[desheredamiento]] Sud.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> interdiction, défense;<br /><b>2</b> récusation.<br />'''Étymologie:''' ἀπορρηθῆναι, v. [[ἀπερῶ]], [[ἀπεῖπον]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπόρρησις''': -εως, ἡ, ([[ἀπερῶ]]), [[ἀπαγόρευσις]], Πλάτ. Σοφ. 258A· παρὰ τὴν ἀπ. Δημ. 902. 25. ΙΙ. ἡ [[ἐγκατάλειψις]] ζητήματος, ἄρνησις, Πλάτ. Πολ. 357A, πρβλ. Φαίδωνα 99D. ΙΙΙ. [[ἀποκήρυξις]] υἱοῦ, [[ἀποκλήρωσις]], Ἰσαῖος περὶ Μενεκλ. κλήρ. 36: -[[ἀποκήρυξις]], [[διάλυσις]] ἀνακωχῆς, Πολύβ. 14. 2, 14. IV. [[ὑποχώρησις]], [[κατάπτωσις]], [[ἀποτυχία]], Ἀριστείδ. 1. 374.
|lstext='''ἀπόρρησις''': -εως, ἡ, ([[ἀπερῶ]]), [[ἀπαγόρευσις]], Πλάτ. Σοφ. 258A· παρὰ τὴν ἀπ. Δημ. 902. 25. ΙΙ. ἡ [[ἐγκατάλειψις]] ζητήματος, ἄρνησις, Πλάτ. Πολ. 357A, πρβλ. Φαίδωνα 99D. ΙΙΙ. [[ἀποκήρυξις]] υἱοῦ, [[ἀποκλήρωσις]], Ἰσαῖος περὶ Μενεκλ. κλήρ. 36: -[[ἀποκήρυξις]], [[διάλυσις]] ἀνακωχῆς, Πολύβ. 14. 2, 14. IV. [[ὑποχώρησις]], [[κατάπτωσις]], [[ἀποτυχία]], Ἀριστείδ. 1. 374.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> interdiction, défense;<br /><b>2</b> récusation.<br />'''Étymologie:''' ἀπορρηθῆναι, v. [[ἀπερῶ]], [[ἀπεῖπον]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:35, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόρρησις Medium diacritics: ἀπόρρησις Low diacritics: απόρρησις Capitals: ΑΠΟΡΡΗΣΙΣ
Transliteration A: apórrēsis Transliteration B: aporrēsis Transliteration C: aporrisis Beta Code: a)po/rrhsis

English (LSJ)

εως, ἡ, (ἀπερῶ) A forbidding, prohibition, Pl.Sph.258c; interdictionof judgement, παρὰ τὴν ἀ. D.33.31; δίκη τῆς ἀ. Is.2.29. II (ἀπείρηκα) givingup, Pl.R.357a; ἀ. μαρτυρίας refusalto give testimony, Plu.Mar.5; renunciation of a truce, Plb.14.2.14. III disowning of a son, = ἀποκήρυξις, Suid. IV giving in, flagging, -σιν ποιήσασθαι Aristid.1.374J.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 prohibición μακροτέρως τῆς ἀπορρήσεως Pl.Sph.258c, ἀπορρήσεως προσενεχθείσης IGLS 4028.28 (Betoceca II a.C.), cf. Plu.2.278f, D.C.56.25.7
interdicto de un tribunal παρὰ τὴν ἀπόρρησιν D.33.31, δίκη τῆς ἀπορρήσεως Is.2.29.
2 negativa, renuncia Pl.R.357a, cf. PCair.Zen.367.31 (III a.C.), PRyl.228.13 (I d.C.), ἀπόρρησιν τοῦ γάμου καὶ φιλίας D.S.31.28, cf. Plb.14.2.14
en juegos o competiciones κἂν ... ποιήσωνται τὴν ἀπόρρησιν Aristid.Or.5.45, ἀ. τῆς μαρτυρίας negativa a prestar testimonio Plu.Mar.5
dimisión ἀπόρρηοιν διδ[όναι] ἐπὶ τὸν ἐνι[αυτ] όν SB 7835.17 (I a.C.), ἀξιῶ δεξάμενος τὴν ἀπόρρησιν PMich.575.8 (II d.C.).
3 desheredamiento Sud.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 interdiction, défense;
2 récusation.
Étymologie: ἀπορρηθῆναι, v. ἀπερῶ, ἀπεῖπον.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόρρησις: -εως, ἡ, (ἀπερῶ), ἀπαγόρευσις, Πλάτ. Σοφ. 258A· παρὰ τὴν ἀπ. Δημ. 902. 25. ΙΙ. ἡ ἐγκατάλειψις ζητήματος, ἄρνησις, Πλάτ. Πολ. 357A, πρβλ. Φαίδωνα 99D. ΙΙΙ. ἀποκήρυξις υἱοῦ, ἀποκλήρωσις, Ἰσαῖος περὶ Μενεκλ. κλήρ. 36: -ἀποκήρυξις, διάλυσις ἀνακωχῆς, Πολύβ. 14. 2, 14. IV. ὑποχώρησις, κατάπτωσις, ἀποτυχία, Ἀριστείδ. 1. 374.

Greek Monolingual

ἀπόρρησις, η (Α) ρήσις
1. απαγόρευση
2. άρνηση, αποποίηση, εγκατάλειψη ζητήματος
3. λύση ανακωχής
4. αποκήρυξη, αποκλήρωση
5. υποχώρηση.

Greek Monotonic

ἀπόρρησις: -εως, ἡ (ἀπερῶ
I. απαγόρευση, αποτροπή, σε Πλάτ.
II. εγκατάλειψη ενός ζητήματος, άρνηση, απόρριψη, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόρρησις: εως ἡ
1) запрет, запрещение Plat., Dem.;
2) отказ, отречение Plat., Polyb., Plut.

Middle Liddell

ἀπερῶ
I. a forbidding, prohibition, Plat.
II. a giving up a point, refusal, Plat.

English (Woodhouse)

prohibition, renunciation, disowning

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)