ἄνηβος: Difference between revisions
διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0228.png Seite 228]] der das mannbare Alter noch nicht erreicht hat, unerwachsen, Lys. 14, 25; κόραι Plat. Legg. VIII, 833 a; Theocr. 8, 3. Ggstz [[ἔφηβος]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0228.png Seite 228]] der das mannbare Alter noch nicht erreicht hat, unerwachsen, Lys. 14, 25; κόραι Plat. Legg. VIII, 833 a; Theocr. 8, 3. Ggstz [[ἔφηβος]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />non encore dans l'âge de la puberté ; sans barbe.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ἥβη]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄνηβος''': -ον, ὁ [[μήπω]] ἐλθὼν εἰς ἥβην, ὅ ἐ. [[ἀγένειος]], ἀντιθέτως πρὸς τὸ [[ἔφηβος]], Λυσ. 142. 7, Πλάτ. Νόμ. 833C, Θεόκρ. 8. 3· οἱ ἄνηβοι, pueri, Συλλ. Ἐπιγρ. 2034· ἄνηβοι καὶ ἄγονοι ἐκ γενετῆς, ἀνίκανοι καὶ [[ἄνευ]] γονῆς, Ἀριστ. Ἱστ. Z. 7. 1, 10. 2) ἐπὶ κόρης, Ἐπιγρ. Ἑλλ. 671. | |lstext='''ἄνηβος''': -ον, ὁ [[μήπω]] ἐλθὼν εἰς ἥβην, ὅ ἐ. [[ἀγένειος]], ἀντιθέτως πρὸς τὸ [[ἔφηβος]], Λυσ. 142. 7, Πλάτ. Νόμ. 833C, Θεόκρ. 8. 3· οἱ ἄνηβοι, pueri, Συλλ. Ἐπιγρ. 2034· ἄνηβοι καὶ ἄγονοι ἐκ γενετῆς, ἀνίκανοι καὶ [[ἄνευ]] γονῆς, Ἀριστ. Ἱστ. Z. 7. 1, 10. 2) ἐπὶ κόρης, Ἐπιγρ. Ἑλλ. 671. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 14:10, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, not yet come to man's estate, opp. ἔφηβος, παῖς Heraclit.117, cf. Leg.Gort.11.19, Lys.14.25, Theoc.8.3; οἱ ἄ. pueri, CIG2034 (Byzantium), cf. SIG1028.32 (Cos); ἄνηβοι καὶ ἄγονοι ἐκ γενετῆς impotent, Arist.HA581b22; of a girl, Pl.Lg.833c.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): cret. ἄνɛ̄βος ICr.4.72.11.19 (Gortina V a.C.); dór. ἄναβος Theoc.5.87
que no ha llegado a la pubertad παῖς Heraclit.B 117, Sol.19.1, ICr.l.c., Lys.14.25, Theoc.l.c., cf. 8.3, γίνονται δέ τινες ἄνηβοι ἐκ γενετῆς καὶ ἄγονοι Arist.HA 581b22, παῖδες Plu.2.712e, cf. D.C.49.42.1, Teles p.24.5, Plot.2.9.9, de niñas, Pl.Lg.833c
•subst. οἱ ἄ. muchachos, niños ἄξιον Ἐφεσίοις ... τοῖς ἀνήβοις τὴν πόλιν καταλιπεῖν Heraclit.B 121, ἀγωνάριον ἀνήβων SIG 1028.32 (Cos II a.C.), ἀνήβων ... ἀφανισμός LXX 2Ma.5.13, cf. CIG 2034 (Bizancio)
•tb. como n. de una tirada de dados, Hsch.
German (Pape)
[Seite 228] der das mannbare Alter noch nicht erreicht hat, unerwachsen, Lys. 14, 25; κόραι Plat. Legg. VIII, 833 a; Theocr. 8, 3. Ggstz ἔφηβος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non encore dans l'âge de la puberté ; sans barbe.
Étymologie: ἀ, ἥβη.
Greek (Liddell-Scott)
ἄνηβος: -ον, ὁ μήπω ἐλθὼν εἰς ἥβην, ὅ ἐ. ἀγένειος, ἀντιθέτως πρὸς τὸ ἔφηβος, Λυσ. 142. 7, Πλάτ. Νόμ. 833C, Θεόκρ. 8. 3· οἱ ἄνηβοι, pueri, Συλλ. Ἐπιγρ. 2034· ἄνηβοι καὶ ἄγονοι ἐκ γενετῆς, ἀνίκανοι καὶ ἄνευ γονῆς, Ἀριστ. Ἱστ. Z. 7. 1, 10. 2) ἐπὶ κόρης, Ἐπιγρ. Ἑλλ. 671.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἄνηβος, -ον)
ήβη
αυτός που δεν είναι ακόμη έφηβος
αρχ.
αυτός που έχει αναφροδισία, ο σεξουαλικά ανίκανος.
Greek Monotonic
ἄνηβος: -ον (ἥβη), αυτός που δεν έχει έρθει ακόμα στην ανδρική ακμή, αγένειος, σε Πλάτ., Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
ἄνηβος: дор. ἄνᾱβος 2 не достигший возмужалости Lys., Plat., Arst., Theocr., Plut.
Middle Liddell
[ἥβη]
not yet come to man's estate, beardless, Plat., Theocr.