ἐπεισπλέω: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0912.png Seite 912]] (s. [[πλέω]]), noch dazu hineinschiffen, Thuc. 6, 2; zum Angriff, 4, 13; Xen. Hell. 1, 1, 5.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0912.png Seite 912]] (s. [[πλέω]]), noch dazu hineinschiffen, Thuc. 6, 2; zum Angriff, 4, 13; Xen. Hell. 1, 1, 5.
}}
{{bailly
|btext=<i>anc. att.</i> [[ἐπεσπλέω]];<br /><i>f.</i> ἐπεισπλευσοῦμαι;<br /><b>1</b> survenir avec une flotte <i>ou</i> un navire;<br /><b>2</b> faire voile contre, attaquer.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[εἰσπλέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπεισπλέω''': καὶ ἐπεσπλ-: μέλλ. -πλεύσομαι καὶ -πλευσοῦμαι, [[εἰσπλέω]] μετ’ ἄλλους εἴς τινα τόπον, Θουκ. 6. 2· Ἀλκιβιάδης ἐπεισπλεῖ Ξεν. Ἑλλην. 1. 1, 5· μεταφ., μετὰ [[ταῦτα]] θύννων... ἐπεισέπλει ὑπογάστρι’ ὀπτῶν Εὔβουλ. ἐν «Ἴωνι» 2. II. [[εἰσπλέω]] που [[ἐναντίον]] τινὸς [[ὅπως]] ἐπιτεθῶ κατ’ [[αὐτοῦ]], ὡς αὐτοὶ ἐπεσπλευσούμενοι Θουκ. 4. 13.
|lstext='''ἐπεισπλέω''': καὶ ἐπεσπλ-: μέλλ. -πλεύσομαι καὶ -πλευσοῦμαι, [[εἰσπλέω]] μετ’ ἄλλους εἴς τινα τόπον, Θουκ. 6. 2· Ἀλκιβιάδης ἐπεισπλεῖ Ξεν. Ἑλλην. 1. 1, 5· μεταφ., μετὰ [[ταῦτα]] θύννων... ἐπεισέπλει ὑπογάστρι’ ὀπτῶν Εὔβουλ. ἐν «Ἴωνι» 2. II. [[εἰσπλέω]] που [[ἐναντίον]] τινὸς [[ὅπως]] ἐπιτεθῶ κατ’ [[αὐτοῦ]], ὡς αὐτοὶ ἐπεσπλευσούμενοι Θουκ. 4. 13.
}}
{{bailly
|btext=<i>anc. att.</i> [[ἐπεσπλέω]];<br /><i>f.</i> ἐπεισπλευσοῦμαι;<br /><b>1</b> survenir avec une flotte <i>ou</i> un navire;<br /><b>2</b> faire voile contre, attaquer.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[εἰσπλέω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 15:21, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπεισπλέω Medium diacritics: ἐπεισπλέω Low diacritics: επεισπλέω Capitals: ΕΠΕΙΣΠΛΕΩ
Transliteration A: epeispléō Transliteration B: epeispleō Transliteration C: epeispleo Beta Code: e)peisple/w

English (LSJ)

A sail in after, Th.6.2, X.HG 1.1.5; θύννων . . ἐπεισέπλει ὑπογάστρι' Eub.37. II sail against, attack, Th.4.13.

German (Pape)

[Seite 912] (s. πλέω), noch dazu hineinschiffen, Thuc. 6, 2; zum Angriff, 4, 13; Xen. Hell. 1, 1, 5.

French (Bailly abrégé)

anc. att. ἐπεσπλέω;
f. ἐπεισπλευσοῦμαι;
1 survenir avec une flotte ou un navire;
2 faire voile contre, attaquer.
Étymologie: ἐπί, εἰσπλέω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπεισπλέω: καὶ ἐπεσπλ-: μέλλ. -πλεύσομαι καὶ -πλευσοῦμαι, εἰσπλέω μετ’ ἄλλους εἴς τινα τόπον, Θουκ. 6. 2· Ἀλκιβιάδης ἐπεισπλεῖ Ξεν. Ἑλλην. 1. 1, 5· μεταφ., μετὰ ταῦτα θύννων... ἐπεισέπλει ὑπογάστρι’ ὀπτῶν Εὔβουλ. ἐν «Ἴωνι» 2. II. εἰσπλέω που ἐναντίον τινὸς ὅπως ἐπιτεθῶ κατ’ αὐτοῦ, ὡς αὐτοὶ ἐπεσπλευσούμενοι Θουκ. 4. 13.

Greek Monolingual

ἐπεισπλέω (Α)
1. μπαίνω στο λιμάνι ενός τόπου μετά από άλλον («ἐπειδή δὲ οἱ Ἕλληνες κατὰ θάλασσαν ἐπεσέπλεον», Θουκ.)
2. εισπλέω κάπου εναντίον άλλου.

Greek Monotonic

ἐπεισπλέω: μέλ. -πλεύσομαι,
I. εισπλέω μαζί με, σε Θουκ., Ξεν.
II. πλέω εναντίον κάποιου, προσβάλλω, επιτίθεμαι, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπεισπλέω: староатт. ἐπεσπλέω (fut. ἐπεισπλευσοῦμαι)
1) внезапно приплывать, подплывать (Thuc.; δυοῖν ναυσίν Xen.);
2) врываться в (неприятельский) порт Thuc.

Middle Liddell

fut. -πλεύσομαι
I. to sail in after, Thuc., Xen.
II. to sail against, attack, Thuc.