ἐπίχριστος: Difference between revisions
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
m (Text replacement - " :" to ":") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=e)pi/xristos | |Beta Code=e)pi/xristos | ||
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[smeared on]], φύκη <span class="bibl">Luc.<span class="title">Am.</span>41</span>; φάρμακα <span class="bibl">Str. 11.8.7</span>, cf. <span class="bibl">Porph.<span class="title">Abst.</span>1.27</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[rouged]], [[painted]], ἑταίρας ἄνθος <span class="bibl">Max.Tyr.37.4</span>: metaph., <span class="bibl">Id.31.6</span>; εὐμορφία <span class="bibl">Luc.<span class="title">Tim.</span>28</span>.</span> | |Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[smeared on]], φύκη <span class="bibl">Luc.<span class="title">Am.</span>41</span>; φάρμακα <span class="bibl">Str. 11.8.7</span>, cf. <span class="bibl">Porph.<span class="title">Abst.</span>1.27</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[rouged]], [[painted]], ἑταίρας ἄνθος <span class="bibl">Max.Tyr.37.4</span>: metaph., <span class="bibl">Id.31.6</span>; εὐμορφία <span class="bibl">Luc.<span class="title">Tim.</span>28</span>.</span> | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> enduit ; <i>particul.</i> fardé;<br /><b>2</b> propre à enduire ; τὰ ἐπίχριστα (φάρμακα) PLUT fards <i>ou</i> onguents.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιχρίω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπίχριστος''': -ον, ἐπικεχρισμένος, ἐπαληλιμμένος, τὰς ἀναισχύντους παρειὰς ἐρυθραίνουσιν ἐπιχρίστοις φύκεσιν Λουκ. Ἔρωτ. 41· φάρμακα Στράβ. 513· τὰ ἐπ., ἀλοιφαί, Πλούτ. 2. 102 Α: - μεταφ., ψευδής, οὐχὶ [[γνήσιος]] καὶ [[πραγματικός]], Λατ. fucatus, οὐ γὰρ δὴ καὶ [[τότε]] ἀγνοεῖν εἰκὸς αὐτούς, ὡς [[ἐπίχριστος]] ἡ [[εὐμορφία]] ἐτὶν Λουκ. Τίμ. 28. | |lstext='''ἐπίχριστος''': -ον, ἐπικεχρισμένος, ἐπαληλιμμένος, τὰς ἀναισχύντους παρειὰς ἐρυθραίνουσιν ἐπιχρίστοις φύκεσιν Λουκ. Ἔρωτ. 41· φάρμακα Στράβ. 513· τὰ ἐπ., ἀλοιφαί, Πλούτ. 2. 102 Α: - μεταφ., ψευδής, οὐχὶ [[γνήσιος]] καὶ [[πραγματικός]], Λατ. fucatus, οὐ γὰρ δὴ καὶ [[τότε]] ἀγνοεῖν εἰκὸς αὐτούς, ὡς [[ἐπίχριστος]] ἡ [[εὐμορφία]] ἐτὶν Λουκ. Τίμ. 28. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 15:25, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, A smeared on, φύκη Luc.Am.41; φάρμακα Str. 11.8.7, cf. Porph.Abst.1.27. 2 rouged, painted, ἑταίρας ἄνθος Max.Tyr.37.4: metaph., Id.31.6; εὐμορφία Luc.Tim.28.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 enduit ; particul. fardé;
2 propre à enduire ; τὰ ἐπίχριστα (φάρμακα) PLUT fards ou onguents.
Étymologie: ἐπιχρίω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίχριστος: -ον, ἐπικεχρισμένος, ἐπαληλιμμένος, τὰς ἀναισχύντους παρειὰς ἐρυθραίνουσιν ἐπιχρίστοις φύκεσιν Λουκ. Ἔρωτ. 41· φάρμακα Στράβ. 513· τὰ ἐπ., ἀλοιφαί, Πλούτ. 2. 102 Α: - μεταφ., ψευδής, οὐχὶ γνήσιος καὶ πραγματικός, Λατ. fucatus, οὐ γὰρ δὴ καὶ τότε ἀγνοεῖν εἰκὸς αὐτούς, ὡς ἐπίχριστος ἡ εὐμορφία ἐτὶν Λουκ. Τίμ. 28.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἐπίχριστος, -ον) επιχρίω
αυτός του οποίου η επιφάνεια έχει επιχρισθεί
αρχ.
1. κατάλληλος για επίχριση, αλοιφή («ἐπίχριστα φάρμακα»)
2. βαμμένος, σκεπασμένος με καλλυντικά (α. «ἐπίχριστον ἄνθος ἑταίρας» β. «ἐπίχριστος εὐμορφία»)
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπίχριστα
οι αλοιφές.
Greek Monotonic
ἐπίχριστος: -ον, πασαλειμμένος· μεταφ., κίβδηλος, νόθος, πλαστός, Λατ. fucatus, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίχριστος:
1) служащей для умащивания, употребляемый для притираний (τὰ φύκη Luc.);
2) подкрашенный, поддельный (εὐμορφία Luc.).
Middle Liddell
ἐπί-χριστος, ον
smeared over:—metaph. spurious, Lat. fucatus, Luc.