ἰδρεία: Difference between revisions
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1238.png Seite 1238]] ἡ, ion. ἰδρείη, Kenntniß, Kunde, Erfahrung, Il. 7, 198, πολέμοιο 16, 359; ἰδρείῃ πυκινοῖο κυβερνητῆρος Ap. Rh. 2, 72; Qu. Sm. 4, 226. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1238.png Seite 1238]] ἡ, ion. ἰδρείη, Kenntniß, Kunde, Erfahrung, Il. 7, 198, πολέμοιο 16, 359; ἰδρείῃ πυκινοῖο κυβερνητῆρος Ap. Rh. 2, 72; Qu. Sm. 4, 226. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br /><i>épq.</i> [[ἰδρείη]], <i>var.</i> [[ἰδρίη]];<br />science, connaissance.<br />'''Étymologie:''' [[ἴδρις]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἰδρεία''': Ἰων. -είη, ἡ, ([[ἴδρις]]) [[γνῶσις]], [[ἐμπειρία]], [[πεῖρα]], ἰδρείῃ πολέμοιο Ἰλ. Π. 359· [[οὐδέ]] τι ἰδρείῃ (κοινῶς, [[οὐδέ]] τ’ ἀϊδρείῃ) Η. 198· [[οὕτως]] Ἀπολλ. Ρόδ. B. 72, Κόϊντ. Σμ. 4. 226. - Παρὰ Θεοκρ. 22. 85 ὑπάρχει [[ἀμφίβολος]] [[τύπος]], ἀλλ’ ἰδρίῃ (ἄλλοι γράφουσιν ἰδρείῃ παραλείπουντες τὸ ἀλλ’). | |lstext='''ἰδρεία''': Ἰων. -είη, ἡ, ([[ἴδρις]]) [[γνῶσις]], [[ἐμπειρία]], [[πεῖρα]], ἰδρείῃ πολέμοιο Ἰλ. Π. 359· [[οὐδέ]] τι ἰδρείῃ (κοινῶς, [[οὐδέ]] τ’ ἀϊδρείῃ) Η. 198· [[οὕτως]] Ἀπολλ. Ρόδ. B. 72, Κόϊντ. Σμ. 4. 226. - Παρὰ Θεοκρ. 22. 85 ὑπάρχει [[ἀμφίβολος]] [[τύπος]], ἀλλ’ ἰδρίῃ (ἄλλοι γράφουσιν ἰδρείῃ παραλείπουντες τὸ ἀλλ’). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 17:21, 2 October 2022
English (LSJ)
Ion. ἰδρ-είη, ἡ, (ἴδρις) knowledge, skill, ἰδρείῃ πολέμοιο Il.16.359; οὐδέ τι ἰδρείῃ (Aristarch. for vulg. οὐδέ τ' ἀϊδρείῃ) 7.198, cf.A.R. 2.72, Q.S.4.226, Theoc.22.85.
German (Pape)
[Seite 1238] ἡ, ion. ἰδρείη, Kenntniß, Kunde, Erfahrung, Il. 7, 198, πολέμοιο 16, 359; ἰδρείῃ πυκινοῖο κυβερνητῆρος Ap. Rh. 2, 72; Qu. Sm. 4, 226.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
épq. ἰδρείη, var. ἰδρίη;
science, connaissance.
Étymologie: ἴδρις.
Greek (Liddell-Scott)
ἰδρεία: Ἰων. -είη, ἡ, (ἴδρις) γνῶσις, ἐμπειρία, πεῖρα, ἰδρείῃ πολέμοιο Ἰλ. Π. 359· οὐδέ τι ἰδρείῃ (κοινῶς, οὐδέ τ’ ἀϊδρείῃ) Η. 198· οὕτως Ἀπολλ. Ρόδ. B. 72, Κόϊντ. Σμ. 4. 226. - Παρὰ Θεοκρ. 22. 85 ὑπάρχει ἀμφίβολος τύπος, ἀλλ’ ἰδρίῃ (ἄλλοι γράφουσιν ἰδρείῃ παραλείπουντες τὸ ἀλλ’).
Greek Monolingual
ἰδρεία, ιων. τ. ἰδρείη, ἡ (Α) ίδρις
γνώση, εμπειρία («ἰδρείῃ πολέμοιο», Ομ, Ιλ.).
Greek Monotonic
ἰδρεία: Ιων. -είη, ἡ, γνώση, εμπειρία, πείρα, ικανότητα, ἰδρείῃ πολέμοιο, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἰδρεία: эп. ἰδρείη, дор. *ἰδρίη ἡ знание, умение: ἰδρείῃ πολέμοιο Hom. (умудренный) ратным искусством; οὐ βίῃ οὐδὲ ἰδρείῃ Hom. ни силой, ни (военным) искусством.