ἱεροφαντία: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1243.png Seite 1243]] ἡ, das Amt des Hierophanten, Plut. Alc. 34.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1243.png Seite 1243]] ἡ, das Amt des Hierophanten, Plut. Alc. 34.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />ministère de l'hiérophante.<br />'''Étymologie:''' [[ἱεροφάντης]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἱεροφαντία''': ἡ, τὸ [[ἀξίωμα]] τοῦ ἱεροφάντου, Πλουτ. Ἀλκιβ. 34. 2) ἡ [[ἀποκάλυψις]] ἱερῶν πραγμάτων, Κλήμ. Ἀλ. Ι. 112C, 1216C.
|lstext='''ἱεροφαντία''': ἡ, τὸ [[ἀξίωμα]] τοῦ ἱεροφάντου, Πλουτ. Ἀλκιβ. 34. 2) ἡ [[ἀποκάλυψις]] ἱερῶν πραγμάτων, Κλήμ. Ἀλ. Ι. 112C, 1216C.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />ministère de l'hiérophante.<br />'''Étymologie:''' [[ἱεροφάντης]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 17:40, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱεροφαντία Medium diacritics: ἱεροφαντία Low diacritics: ιεροφαντία Capitals: ΙΕΡΟΦΑΝΤΙΑ
Transliteration A: hierophantía Transliteration B: hierophantia Transliteration C: ierofantia Beta Code: i(erofanti/a

English (LSJ)

ἡ, office of hierophant, Plu.Alc.34, Luc.Alex.38 (pl.), Theo Sm.p.15 H.

German (Pape)

[Seite 1243] ἡ, das Amt des Hierophanten, Plut. Alc. 34.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
ministère de l'hiérophante.
Étymologie: ἱεροφάντης.

Greek (Liddell-Scott)

ἱεροφαντία: ἡ, τὸ ἀξίωμα τοῦ ἱεροφάντου, Πλουτ. Ἀλκιβ. 34. 2) ἡ ἀποκάλυψις ἱερῶν πραγμάτων, Κλήμ. Ἀλ. Ι. 112C, 1216C.

Greek Monolingual

ἱεροφαντία, ἡ (Α) ιεροφάντης
το αξίωμα και το έργο του ιεροφάντη.

Greek Monotonic

ἱεροφαντία: ἡ, αξίωμα του ιεροφάντη, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἱεροφαντία: ἡ тж. pl. должность или сан иерофанта Plut.

Middle Liddell

ἱεροφαντία, ἡ, [from ἱεροφάντης
the office of hierophant, Plut.