ἴδμων: Difference between revisions

From LSJ

Τῶν γὰρ πενήτων εἰσὶν οἱ λόγοι κενοί → Haud pondus ullum pauperum verbis inest → Denn der Armen Worte haben kein Gewicht

Menander, Monostichoi, 512
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1238.png Seite 1238]] ον, kundig, erfahren, τινός, sp. D., z. B. εὐνομίης ἴδμονα θῆκε πόλιν Leont. Schol. 23 (VII, 575); Nonn.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1238.png Seite 1238]] ον, kundig, erfahren, τινός, sp. D., z. B. εὐνομίης ἴδμονα θῆκε πόλιν Leont. Schol. 23 (VII, 575); Nonn.
}}
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />instruit de, habile dans, gén..<br />'''Étymologie:''' *εἴδω.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἴδμων''': -ον, γεν. ονος, ([[ἴδμεν]], = εἰδέναι) πεπειραμένος, [[εἰδήμων]], [[ἔμπειρος]], ἴδμονι τέχνῃ, ἴδμονι βουλῇ Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. ζ΄ 56, η΄, 143· τινός, εἴς τι [[πρᾶγμα]], [[αὐτόθι]], εὐνομίης ἴδμονα θῆκε πόλιν Ἀνθ. Π. 7. 575. - Καθ’ Ἡσύχ. : «[[ἴδμων]]· [[ἐπιστήμων]], [[ἵστωρ]]».
|lstext='''ἴδμων''': -ον, γεν. ονος, ([[ἴδμεν]], = εἰδέναι) πεπειραμένος, [[εἰδήμων]], [[ἔμπειρος]], ἴδμονι τέχνῃ, ἴδμονι βουλῇ Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. ζ΄ 56, η΄, 143· τινός, εἴς τι [[πρᾶγμα]], [[αὐτόθι]], εὐνομίης ἴδμονα θῆκε πόλιν Ἀνθ. Π. 7. 575. - Καθ’ Ἡσύχ. : «[[ἴδμων]]· [[ἐπιστήμων]], [[ἵστωρ]]».
}}
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />instruit de, habile dans, gén..<br />'''Étymologie:''' *εἴδω.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 17:50, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἴδμων Medium diacritics: ἴδμων Low diacritics: ίδμων Capitals: ΙΔΜΩΝ
Transliteration A: ídmōn Transliteration B: idmōn Transliteration C: idmon Beta Code: i)/dmwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, (ἴδμεν,= εἰδέναι) having knowledge of a thing, εὐνομίης ἴ. πόλις AP7.575 (Leont.).

German (Pape)

[Seite 1238] ον, kundig, erfahren, τινός, sp. D., z. B. εὐνομίης ἴδμονα θῆκε πόλιν Leont. Schol. 23 (VII, 575); Nonn.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
instruit de, habile dans, gén..
Étymologie: *εἴδω.

Greek (Liddell-Scott)

ἴδμων: -ον, γεν. ονος, (ἴδμεν, = εἰδέναι) πεπειραμένος, εἰδήμων, ἔμπειρος, ἴδμονι τέχνῃ, ἴδμονι βουλῇ Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. ζ΄ 56, η΄, 143· τινός, εἴς τι πρᾶγμα, αὐτόθι, εὐνομίης ἴδμονα θῆκε πόλιν Ἀνθ. Π. 7. 575. - Καθ’ Ἡσύχ. : «ἴδμων· ἐπιστήμων, ἵστωρ».

Greek Monolingual

ἴδμων, -ον (Α)
έμπειρος, γνώστης κάποιου πράγματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ίδ-μων (< Fίδ-μων), παράγωγο του οίδα «γνωρίζω», εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα ιδ- της ρίζας Fειδ- (πρβλ. είδος) και συνδέεται με τον αρχ. ινδ. τ. vidman «φρόνηση»].

Greek Monotonic

ἴδμων: -ον, γεν. -ονος (ἴδμεν), πεπειραμένος, έμπειρος, ειδήμων· τινός, σε κάτι, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἴδμων: 2, gen. ονος знающий, сведущий: εὐνομίης ἴδμονα θεῖναι πόλιν Anth. научить город хорошим законам.

Frisk Etymological English

Meaning: knowing
See also: s. οἶδα.

Middle Liddell

ἴδμων, ονος, ἴδμεν II]
skilled, skilful, τινός in a thing, Anth.

Frisk Etymology German

ἴδμων: {ídmōn}
Meaning: wissend
Derivative: mit ἰδμοσύνη
See also: s. οἶδα.
Page 1,710