ὁμογάστριος: Difference between revisions
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
mNo edit summary |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0333.png Seite 333]] aus ein und demselben Mutterleibe, leiblicher Bruder od. Schwester; [[κασίγνητος]], Il. 24, 47; Ἕκτορος, 21, 95; [[εὐνή]], Maneth. 5, 206. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0333.png Seite 333]] aus ein und demselben Mutterleibe, leiblicher Bruder od. Schwester; [[κασίγνητος]], Il. 24, 47; Ἕκτορος, 21, 95; [[εὐνή]], Maneth. 5, 206. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />né du même sein.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[γαστήρ]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὁμογάστριος''': -ον, ὁ ἐκ τῆς αὐτῆς γαστρός, ὁ τεχθεὶς ἐκ τῆς αὐτῆς μητρός, [[ὁμομήτριος]], [[κασίγνητος]] ὁμ. Ἰλ. Ω. 47· ὁμ. Ἔκτορος Φ. 95· πρβλ. ὁγάστριος. | |lstext='''ὁμογάστριος''': -ον, ὁ ἐκ τῆς αὐτῆς γαστρός, ὁ τεχθεὶς ἐκ τῆς αὐτῆς μητρός, [[ὁμομήτριος]], [[κασίγνητος]] ὁμ. Ἰλ. Ω. 47· ὁμ. Ἔκτορος Φ. 95· πρβλ. ὁγάστριος. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 17:54, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, from the same womb, born of the same mother, uterine, κασίγνητος ὁμογάστριος Il.24.47; ὁμογάστριος Ἕκτορος 21.95; ἀδελφή BGU405.5 (iv A. D.); νύμφαι Man.6.118; μίασμα Hld.7.5.
German (Pape)
[Seite 333] aus ein und demselben Mutterleibe, leiblicher Bruder od. Schwester; κασίγνητος, Il. 24, 47; Ἕκτορος, 21, 95; εὐνή, Maneth. 5, 206.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
né du même sein.
Étymologie: ὁμός, γαστήρ.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμογάστριος: -ον, ὁ ἐκ τῆς αὐτῆς γαστρός, ὁ τεχθεὶς ἐκ τῆς αὐτῆς μητρός, ὁμομήτριος, κασίγνητος ὁμ. Ἰλ. Ω. 47· ὁμ. Ἔκτορος Φ. 95· πρβλ. ὁγάστριος.
English (Autenrieth)
(γαστήρ): κασίγνητος, own brother, by the same mother. (Il.)
Greek Monolingual
-α, -ο (Α ὁμογάστριος, -ον)
αυτός που γεννήθηκε από την ίδια μητέρα με κάποιον άλλο, ομομήτριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -γάστριος (< γαστήρ, γαστρός), πρβλ. ετερο-γάστριος].
Greek Monotonic
ὁμογάστριος: -ον (γαστήρ), αυτός που βγήκε από την ίδια κοιλιά, που γεννήθηκε από την ίδια μητέρα, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ὁμογάστριος: единоутробный (κασίγνητος Hom.): ὁ. Ἓκτορος Hom. единоутробный брат Гектора.
Middle Liddell
ὁμο-γάστριος, ον, γαστήρ
from the same womb, born of the same mother, Il.