ὑπερχλίω: Difference between revisions

From LSJ

πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=u(perxli/w
|Beta Code=u(perxli/w
|Definition=[[to be over-wanton]] or [[arrogant]], <span class="bibl">S.<span class="title">Tr.</span>281</span> ([[varia lectio|v.l.]] [[-χλιδῶντες]]).
|Definition=[[to be over-wanton]] or [[arrogant]], <span class="bibl">S.<span class="title">Tr.</span>281</span> ([[varia lectio|v.l.]] [[-χλιδῶντες]]).
}}
{{bailly
|btext=<i>c.</i> [[ὑπερχλιδάω]].<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[χλίω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπερχλίω''': ὑπερεντρυφῶ μετ’ αὐθαδείας ἔν τινι, κεῖνοι δ’ ὑπερχλίοντες ἐκ γλώσσης κακῆς, «ὑπερεντρυφήσαντες τῇ καθ’ Ἡρακλέους λοιδορίᾳ, ἢ ὑπερηφάνως λοιδορησάμενοι τῷ Ἡρακλεῖ» (Σχολ.), Σοφ. Τραχ. 281, - ὑπερχλίοντες [[εἶναι]] ἡ πρώτη γραφὴ ἐν τῷ Λαυρ. Ἀντιγράφῳ μετὰ [[ταῦτα]] μεταβληθεῖσα εἰς ὑπερχλιδῶντες.
|lstext='''ὑπερχλίω''': ὑπερεντρυφῶ μετ’ αὐθαδείας ἔν τινι, κεῖνοι δ’ ὑπερχλίοντες ἐκ γλώσσης κακῆς, «ὑπερεντρυφήσαντες τῇ καθ’ Ἡρακλέους λοιδορίᾳ, ἢ ὑπερηφάνως λοιδορησάμενοι τῷ Ἡρακλεῖ» (Σχολ.), Σοφ. Τραχ. 281, - ὑπερχλίοντες [[εἶναι]] ἡ πρώτη γραφὴ ἐν τῷ Λαυρ. Ἀντιγράφῳ μετὰ [[ταῦτα]] μεταβληθεῖσα εἰς ὑπερχλιδῶντες.
}}
{{bailly
|btext=<i>c.</i> [[ὑπερχλιδάω]].<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[χλίω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 18:20, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερχλίω Medium diacritics: ὑπερχλίω Low diacritics: υπερχλίω Capitals: ΥΠΕΡΧΛΙΩ
Transliteration A: hyperchlíō Transliteration B: hyperchliō Transliteration C: yperchlio Beta Code: u(perxli/w

English (LSJ)

to be over-wanton or arrogant, S.Tr.281 (v.l. -χλιδῶντες).

French (Bailly abrégé)

c. ὑπερχλιδάω.
Étymologie: ὑπέρ, χλίω.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερχλίω: ὑπερεντρυφῶ μετ’ αὐθαδείας ἔν τινι, κεῖνοι δ’ ὑπερχλίοντες ἐκ γλώσσης κακῆς, «ὑπερεντρυφήσαντες τῇ καθ’ Ἡρακλέους λοιδορίᾳ, ἢ ὑπερηφάνως λοιδορησάμενοι τῷ Ἡρακλεῖ» (Σχολ.), Σοφ. Τραχ. 281, - ὑπερχλίοντες εἶναι ἡ πρώτη γραφὴ ἐν τῷ Λαυρ. Ἀντιγράφῳ μετὰ ταῦτα μεταβληθεῖσα εἰς ὑπερχλιδῶντες.

Greek Monolingual

Α
είμαι υπέρμετρα ηδυπαθής και αυθάδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + χλίω «ζω με τρυφή, με πολυτέλεια, μαλθακά»].

Greek Monotonic

ὑπερχλίω: ή -χλιδάω, είμαι υπερβολικά λάγνος, ακόλαστος ή υπερόπτης, αλαζονικός, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερχλίω: кичиться, чваниться (ἐκ γλώσσης κακῆς Soph.).

Middle Liddell

or -χλιδάω
to be over-wanton or arrogant, Soph.