ὑπερανίσταμαι: Difference between revisions

From LSJ

τούτου δὲ συμβαίνοντος ἀναγκαῖον γίγνεσθαι πάροδον καὶ τροπὰς τῶν ἐνδεδεμένων ἄστρων → but if this were so, there would have to be passings and turnings of the fixed stars

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1190.png Seite 1190]] (s. [[ἵστημι]]), med. mit den intrans. tempp. des act., darüber stehen u. hervorragen; ὑψηλὰ καὶ ὑπερανεστηκότα, Luc. Icar. 12; über Etwas, τινός, D. Hal. 9, 68.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1190.png Seite 1190]] (s. [[ἵστημι]]), med. mit den intrans. tempp. des act., darüber stehen u. hervorragen; ὑψηλὰ καὶ ὑπερανεστηκότα, Luc. Icar. 12; über Etwas, τινός, D. Hal. 9, 68.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. ao.2</i> ὑπερανέστην <i>et pf.</i> ὑπερανέστηκα;<br />s'élever au-dessus, dominer.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], ἀνίσταμαι.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπερανίσταμαι''': Παθ., μετ’ ἀορ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ., ἵσταμαι [[ὄρθιος]] ἢ [[προεξέχω]] [[ὑπεράνω]] τινός, μετὰ γεν., Διον. Ἁλ. 1. 15., 9. 68· ἀπολ., ὁ αὐτ. 3. 68. Λουκ. Ἰκαρομ. 12· - μεταφορ., τὸ τῆς γνώμης ὑπερανεστηκός, [[ἐξέγερσις]], [[ἔπαρσις]], Φιλόστρ. 730· ταὧς ὑπερανεστηκώς, πεφυσημένος, [[ἀλαζονικός]], ὁ αὐτ. 724. 2) [[ὑπερέχω]], ὑπερτερῶ, Ἐκκλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπερανέστηκεν· ὑπερβέβηκεν, ἐκ τοῦ ὑπέρ, [[ἤτοι]] ὑψηλότερον».
|lstext='''ὑπερανίσταμαι''': Παθ., μετ’ ἀορ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ., ἵσταμαι [[ὄρθιος]] ἢ [[προεξέχω]] [[ὑπεράνω]] τινός, μετὰ γεν., Διον. Ἁλ. 1. 15., 9. 68· ἀπολ., ὁ αὐτ. 3. 68. Λουκ. Ἰκαρομ. 12· - μεταφορ., τὸ τῆς γνώμης ὑπερανεστηκός, [[ἐξέγερσις]], [[ἔπαρσις]], Φιλόστρ. 730· ταὧς ὑπερανεστηκώς, πεφυσημένος, [[ἀλαζονικός]], ὁ αὐτ. 724. 2) [[ὑπερέχω]], ὑπερτερῶ, Ἐκκλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπερανέστηκεν· ὑπερβέβηκεν, ἐκ τοῦ ὑπέρ, [[ἤτοι]] ὑψηλότερον».
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. ao.2</i> ὑπερανέστην <i>et pf.</i> ὑπερανέστηκα;<br />s'élever au-dessus, dominer.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], ἀνίσταμαι.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 18:25, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερανίσταμαι Medium diacritics: ὑπερανίσταμαι Low diacritics: υπερανίσταμαι Capitals: ΥΠΕΡΑΝΙΣΤΑΜΑΙ
Transliteration A: hyperanístamai Transliteration B: hyperanistamai Transliteration C: yperanistamai Beta Code: u(perani/stamai

English (LSJ)

Pass., with aor. 2 and pf. Act., stand up or project over, c. gen., D.H.1.15, 9.68: abs., Id.3.68, Luc.Icar.12: metaph., ταὧς ὑπερανεστηκώς strutting, conceited, Philostr.Her.15.

German (Pape)

[Seite 1190] (s. ἵστημι), med. mit den intrans. tempp. des act., darüber stehen u. hervorragen; ὑψηλὰ καὶ ὑπερανεστηκότα, Luc. Icar. 12; über Etwas, τινός, D. Hal. 9, 68.

French (Bailly abrégé)

seul. ao.2 ὑπερανέστην et pf. ὑπερανέστηκα;
s'élever au-dessus, dominer.
Étymologie: ὑπέρ, ἀνίσταμαι.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερανίσταμαι: Παθ., μετ’ ἀορ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ., ἵσταμαι ὄρθιοςπροεξέχω ὑπεράνω τινός, μετὰ γεν., Διον. Ἁλ. 1. 15., 9. 68· ἀπολ., ὁ αὐτ. 3. 68. Λουκ. Ἰκαρομ. 12· - μεταφορ., τὸ τῆς γνώμης ὑπερανεστηκός, ἐξέγερσις, ἔπαρσις, Φιλόστρ. 730· ταὧς ὑπερανεστηκώς, πεφυσημένος, ἀλαζονικός, ὁ αὐτ. 724. 2) ὑπερέχω, ὑπερτερῶ, Ἐκκλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπερανέστηκεν· ὑπερβέβηκεν, ἐκ τοῦ ὑπέρ, ἤτοι ὑψηλότερον».

Greek Monolingual

ΜΑ
στέκομαι ψηλότερα από τους άλλους, προεξέχω πάνω από τους άλλους (α. «ὑψηλὰ φρονήματα ὑπερανεστηκότα τῶν γηΐνων», Βασ.
β. «χωρία ὑψηλὰ καὶ ὑπερανεστηκότα», Λουκιαν.)
μσν.
υπερέχω, υπερτερώ («θνητῶν φύσεων ὑπερανεστηκός», Αρέθ.)
αρχ.
1. φουσκωμένος, φαντασμένος («ταῶς ὑπερανεστηκώς» — φουσκωμένο παγώνι, Φιλόστρ.)
2. (το ουδ. της μτχ. παρακμ. ως ουσ.) τὸ ὑπερανεστηκός
η έπαρση, η αλαζονεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ἀνίσταμαι «σηκώνομαι, υψώνομαι»].

Greek Monotonic

ὑπερανίσταμαι: Παθ., με αόρ. βʹ και Ενεργ. παρακ., στέκομαι όρθιος ή προεξέχω επάνω από, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερανίσταμαι: высоко подниматься, возвышаться: τὰ ὄρη ὑπερανεστηκότα Luc. уходящие ввысь горы.

Middle Liddell


Pass., with aor2 and perf. act. to stand up or project beyond, Luc.