ὠλεσίκαρπος: Difference between revisions

From LSJ

αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=w)lesi/karpos
|Beta Code=w)lesi/karpos
|Definition=ον, [[losing its fruit]], <b class="b3">ἰτέαι ὠ</b>., because they shed their fruits before ripening, <span class="bibl">Od.10.510</span>, cf. <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>3.1.3</span>; ([[ἐρινεός]]) <span class="bibl">Id.<span class="title">CP</span>2.9.14</span>: metaph., <b class="b3">ὠ. τύμπανον</b> the [[kettledrum]] in the mysteries of [[Cybele]], because the priests who beat it were [[eunuch]]s, <span class="bibl">Opp.<span class="title">C.</span>3.283</span>: dub. sens. in <span class="bibl">Cerc.6.14</span>.
|Definition=ον, [[losing its fruit]], <b class="b3">ἰτέαι ὠ</b>., because they shed their fruits before ripening, <span class="bibl">Od.10.510</span>, cf. <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>3.1.3</span>; ([[ἐρινεός]]) <span class="bibl">Id.<span class="title">CP</span>2.9.14</span>: metaph., <b class="b3">ὠ. τύμπανον</b> the [[kettledrum]] in the mysteries of [[Cybele]], because the priests who beat it were [[eunuch]]s, <span class="bibl">Opp.<span class="title">C.</span>3.283</span>: dub. sens. in <span class="bibl">Cerc.6.14</span>.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />stérile.<br />'''Étymologie:''' [[ὄλλυμι]], [[καρπός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὠλεσίκαρπος''': -ον, ὁ καταστρέφων τὸν [[ἑαυτοῦ]] καρπόν, Λατ. frugiperda· ἰτέαι ὠλ., ὡς ἀποβάλλουσαι τοὺς καρποὺς αὐτῶν πρὶν ἢ ὡριμάσωσιν, Ὀδ. Κ. 510, πρβλ. Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 3. 1, 3. ἐρινεὸς ὁ αὐτ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 2. 9. 14· ― μεταφορ., ὠλ. [[τύμπανον]], τὸ κρουόμενον κατὰ τὰ μυστήρια τῆς Κυβέλης, [[διότι]] οἱ κρούοντες αὐτὸ ἱερεῖς ἦσαν εὐνοῦχοι, Ὀππ. Κυνηγ. 3. 283.
|lstext='''ὠλεσίκαρπος''': -ον, ὁ καταστρέφων τὸν [[ἑαυτοῦ]] καρπόν, Λατ. frugiperda· ἰτέαι ὠλ., ὡς ἀποβάλλουσαι τοὺς καρποὺς αὐτῶν πρὶν ἢ ὡριμάσωσιν, Ὀδ. Κ. 510, πρβλ. Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 3. 1, 3. ἐρινεὸς ὁ αὐτ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 2. 9. 14· ― μεταφορ., ὠλ. [[τύμπανον]], τὸ κρουόμενον κατὰ τὰ μυστήρια τῆς Κυβέλης, [[διότι]] οἱ κρούοντες αὐτὸ ἱερεῖς ἦσαν εὐνοῦχοι, Ὀππ. Κυνηγ. 3. 283.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />stérile.<br />'''Étymologie:''' [[ὄλλυμι]], [[καρπός]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 18:33, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠλεσίκαρπος Medium diacritics: ὠλεσίκαρπος Low diacritics: ωλεσίκαρπος Capitals: ΩΛΕΣΙΚΑΡΠΟΣ
Transliteration A: ōlesíkarpos Transliteration B: ōlesikarpos Transliteration C: olesikarpos Beta Code: w)lesi/karpos

English (LSJ)

ον, losing its fruit, ἰτέαι ὠ., because they shed their fruits before ripening, Od.10.510, cf. Thphr.HP3.1.3; (ἐρινεός) Id.CP2.9.14: metaph., ὠ. τύμπανον the kettledrum in the mysteries of Cybele, because the priests who beat it were eunuchs, Opp.C.3.283: dub. sens. in Cerc.6.14.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
stérile.
Étymologie: ὄλλυμι, καρπός.

Greek (Liddell-Scott)

ὠλεσίκαρπος: -ον, ὁ καταστρέφων τὸν ἑαυτοῦ καρπόν, Λατ. frugiperda· ἰτέαι ὠλ., ὡς ἀποβάλλουσαι τοὺς καρποὺς αὐτῶν πρὶν ἢ ὡριμάσωσιν, Ὀδ. Κ. 510, πρβλ. Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 3. 1, 3. ἐρινεὸς ὁ αὐτ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 2. 9. 14· ― μεταφορ., ὠλ. τύμπανον, τὸ κρουόμενον κατὰ τὰ μυστήρια τῆς Κυβέλης, διότι οἱ κρούοντες αὐτὸ ἱερεῖς ἦσαν εὐνοῦχοι, Ὀππ. Κυνηγ. 3. 283.

English (Autenrieth)

losing their fruit, of the willow which drops its fruit before ripening, Od. 10.510†.

Greek Monolingual

και ὀλεσίκαρπος, -ον, Α
(επικ. τ.)
1. (για δένδρα) αυτός που χάνει τους καρπούς του πριν αυτοί ωριμάσουν («μακραί τ' αἴγειροι καὶ ἰτέαι ὠλεσίκαρποι», Ομ. Οδ.)
2. μτφ. άγονος
3. φρ. «ὠλεσίκαρπον τύμπανο» — τύμπανο που έκρουαν στα μυστήρια της Κυβέλης ευνούχοι ιερείς (Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος (βλ. λ. τέρπω) < θ. ὀλεσι- του ὄλλυμι «καταστρέφω» (πρβλ. ἀπόλεσις, ὤλεσα) + καρπός (πρβλ. τελεσί-καρπος). Ο μακρός φωνηεντισμός ω- του τ. ὠλεσί-καρπος, που είναι πιθ. και ο αρχαιότερος, οφείλεται σε διευθέτηση μετρικών αναγκών].

Greek Monotonic

ὠλεσίκαρπος: -ον, αυτός που χάνει, καταστρέφει τους καρπούς του· ἰτέαι ὠλεσίκαρποι, γιατί αυτά τα δέντρα αποβάλλουν τους καρπούς τους προτού ωριμάσουν, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ὠλεσίκαρπος: теряющий свои плоды (ἰτέαι Hom.).

Middle Liddell

ὠλεσί-καρπος, ον,
losing its fruit, ἰτέαι ὠλ., because these trees shed their fruits before ripening, Od.