διάδρομος: Difference between revisions
Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=<span class="bld">1</span>ου (ὁ) :<br />passage.<br />'''Étymologie:''' [[διαδραμεῖν]].<br /><span class="bld">2</span>ος, ον :<br /><b>1</b> qui court dans tous les sens;<br /><b>2</b> qui se disjoint ; disjoint, désuni, <i>fig.</i> qui n’est pas légitimement uni, illégitime (union).<br />'''Étymologie:''' [[διαδραμεῖν]]. | |btext=<span class="bld">1</span>ου (ὁ) :<br />passage.<br />'''Étymologie:''' [[διαδραμεῖν]].<br /><span class="bld">2</span>ος, ον :<br /><b>1</b> qui court dans tous les sens;<br /><b>2</b> qui se disjoint ; disjoint, désuni, <i>fig.</i> qui n’est pas légitimement uni, illégitime (union).<br />'''Étymologie:''' [[διαδραμεῖν]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=διάδρομος -ου, ὁ [διατρέχω] doorgang.<br />διάδρομος -ον [διατρέχω] in alle richtingen lopend:; διάδρομοι φυγαί vluchtbewegingen in alle richtingen Aeschl. Sept. 191; overdr.: διάδρομον λέχος overspelig bed Eur. El. 1156; ἴδετε... ἔμβολα... τάδε διάδρομα zie hoe de architraven hier uiteenvallen Eur. Bac. 592. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διάδρομος:'''<br /><b class="num">1)</b> бегающий взад и вперед, т. е. беспорядочный (φυγαί Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> [[шатающийся во все стороны]], [[неустойчивый]] (λάϊνα κίοσιν ἔμβολα Eur.);<br /><b class="num">3)</b> [[непостоянный]], [[непрочный]] ([[λέχος]] Eur.).<br /><b class="num">I</b> ὁ Luc. = [[διαδρομή]] 4. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''διάδρομος:''' -ον ([[διαδραμεῖν]]), αυτός που τρέχει μέσα από ή [[ολόγυρα]], διασταυρούμενος, περιπλανώμενος, σε Αισχύλ.· [[λέχος]] δ., παραστρατημένη, παράνομη [[αγάπη]], σε Ευρ. | |lsmtext='''διάδρομος:''' -ον ([[διαδραμεῖν]]), αυτός που τρέχει μέσα από ή [[ολόγυρα]], διασταυρούμενος, περιπλανώμενος, σε Αισχύλ.· [[λέχος]] δ., παραστρατημένη, παράνομη [[αγάπη]], σε Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''διάδρομος''': -ον, ὁ τρέχων διὰ μέσου ἢ [[πέριξ]], ὁ περιπλανώμενος, φυγαὶ Αἰσχύλ. Θηβ. 191· [[λέχος]] δ., [[παράνομος]] [[κλίνη]], Λατ. conjugium desultorium, Εὐρ. Ἠλ. 1156· ἔμβολα κίοσι δ., ἐπιστύλια συγκαταπίπτοντα, ὁ αὐτ. Βάκχ. 592. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., [[διάδρομος]], ὁ, = διαδρομὴ ΙΙ, Λουκ. Ἱππ. 6. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 20:05, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, A running through or about, wandering, φυγαί A.Th.191; λέχος δ. stray, lawless love, E.El.1156(lyr.); ἔμβολα κίοσι δ. the architrave reeling, ready to fall, Id.Ba.592 (lyr.). II Subst. διάδρομος, ὁ, = διαδρομή ΙΙ, Luc. Hipp.6.
Spanish (DGE)
-ον
I que corre διάδρομοι φυγαί huidas a la carrera A.Th.191, κίοσιν ἔμβολα διάδρομα entablamento que se desploma sobre los pilares E.Ba.592
•fig. rel. infidelidad ὑπάγεται δίκα διαδρόμου λέχους E.El.1156.
II subst. ὁ δ.
1 pasillo ὁ θερμὸς ... δ. Νομάδι λίθῳ διακεκολλημένος Luc.Hipp.6.
2 paso marítimo entre islas, D.S.3.38.
3 cerrojo, pestillo Eust.1900.59.
French (Bailly abrégé)
1ου (ὁ) :
passage.
Étymologie: διαδραμεῖν.
2ος, ον :
1 qui court dans tous les sens;
2 qui se disjoint ; disjoint, désuni, fig. qui n’est pas légitimement uni, illégitime (union).
Étymologie: διαδραμεῖν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διάδρομος -ου, ὁ [διατρέχω] doorgang.
διάδρομος -ον [διατρέχω] in alle richtingen lopend:; διάδρομοι φυγαί vluchtbewegingen in alle richtingen Aeschl. Sept. 191; overdr.: διάδρομον λέχος overspelig bed Eur. El. 1156; ἴδετε... ἔμβολα... τάδε διάδρομα zie hoe de architraven hier uiteenvallen Eur. Bac. 592.
Russian (Dvoretsky)
διάδρομος:
1) бегающий взад и вперед, т. е. беспорядочный (φυγαί Aesch.);
2) шатающийся во все стороны, неустойчивый (λάϊνα κίοσιν ἔμβολα Eur.);
3) непостоянный, непрочный (λέχος Eur.).
I ὁ Luc. = διαδρομή 4.
Greek Monolingual
ο (AM διάδρομος, Α και διάδρομος, -ον)
1. η δίοδος, το πέρασμα
2. επιμήκης χώρος μέσω του οποίου συγκοινωνούν μεταξύ τους και με την έξοδο τα δωμάτια που βρίσκονται στον ίδιο όροφο
3. χώρος επιμήκης για την επικοινωνία τών διαμερισμάτων ενός τεχνικού έργου που βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο («διάδρομοι πλοίου»)
αρχ.
1. ως επίθ. α) ο περιπλανώμενος
β) ο παράνομος
γ) ο χαλαρός
2. το αρσ. ως ουσ. η διαδρομή.
Greek Monotonic
διάδρομος: -ον (διαδραμεῖν), αυτός που τρέχει μέσα από ή ολόγυρα, διασταυρούμενος, περιπλανώμενος, σε Αισχύλ.· λέχος δ., παραστρατημένη, παράνομη αγάπη, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
διάδρομος: -ον, ὁ τρέχων διὰ μέσου ἢ πέριξ, ὁ περιπλανώμενος, φυγαὶ Αἰσχύλ. Θηβ. 191· λέχος δ., παράνομος κλίνη, Λατ. conjugium desultorium, Εὐρ. Ἠλ. 1156· ἔμβολα κίοσι δ., ἐπιστύλια συγκαταπίπτοντα, ὁ αὐτ. Βάκχ. 592. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., διάδρομος, ὁ, = διαδρομὴ ΙΙ, Λουκ. Ἱππ. 6.
Middle Liddell
διάδρομος, ον διαδραμεῖν
running through or about, wandering, Aesch.; λέχος δ. stray, lawless love, Eur.