καθημέριος: Difference between revisions

From LSJ

Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=α, ον :<br />de ce jour-ci, d'aujourd'hui ; quotidien.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἡμέρα]].
|btext=α, ον :<br />de ce jour-ci, d'aujourd'hui ; quotidien.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἡμέρα]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''καθημέριος''': Δωρ. καθαμ-, α, ον, καθημερινὸς (καθ’ ἡμέραν), Εὐρ. Φοίν. 229· - παρὰ μεταγεν. καθημερινός, ή, όν, Πλουτ. Λυκοῦργ. 10, Ἀθήν. 259F· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 53 ([[ὅστις]] [[ὅμως]] συγχέει αὐτὸ πρὸς τὸ μεθημερινὸς). ΙΙ. κατὰ ταύτην τὴν ἡμέραν, νῦν σε [[μοῖρα]] καθαμερία φθίνει, φθίνει, «κατὰ ταύτην σε τὴν ἡμέραν ἡ Μοῖρα εἰς φθορὰν καὶ ἐλάττωσιν τοῦ γένους ἄγει» (Σχόλ.), Σοφ. Ἠλ. 1414, ἀλλ’ ἴδε σημ. Jebb, [[ὅστις]] ἐξέδωκε: νῦν σοι [[μοῖρα]] καθαμερία φθίνει φθίνει ἑρμηνεύων τό: φθίνει ἀμεταβάτως.
|elnltext=καθημέριος -α -ον, Dor. καθᾱμέριος [κατά, ἡμέρα] dagelijks:; μοῖρα καθημερία ons dagelijks lot Soph. El. 1413; Dor. n. adv. καθᾱμέριον.
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰθημέριος:''' дор. καθᾱμέριος 3<br /><b class="num">1)</b> ежедневный, повседневный, т. е. неиссякающий ([[πολύκαρπος]] [[βότρυς]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[нынешний]] ([[μοῖρα]] Soph.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''καθημέριος:''' Δωρ. κάθ-αμ-, -α, -ον,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έρχεται [[μέρα]] με τη [[μέρα]], [[καθημερινός]] (<i>καθ' ἡμέραν</i>), σε Ευρ.· μεταγεν. επίσης [[καθημερινός]], <i>-ή</i>, <i>-όν</i>, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που υπάρχει την παρούσα [[ημέρα]], [[ημερήσιος]], σε Σοφ.
|lsmtext='''καθημέριος:''' Δωρ. κάθ-αμ-, -α, -ον,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έρχεται [[μέρα]] με τη [[μέρα]], [[καθημερινός]] (<i>καθ' ἡμέραν</i>), σε Ευρ.· μεταγεν. επίσης [[καθημερινός]], <i>-ή</i>, <i>-όν</i>, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που υπάρχει την παρούσα [[ημέρα]], [[ημερήσιος]], σε Σοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κᾰθημέριος:''' дор. καθᾱμέριος 3<br /><b class="num">1)</b> ежедневный, повседневный, т. е. неиссякающий ([[πολύκαρπος]] [[βότρυς]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[нынешний]] ([[μοῖρα]] Soph.).
|lstext='''καθημέριος''': Δωρ. καθαμ-, α, ον, καθημερινὸς (καθ’ ἡμέραν), Εὐρ. Φοίν. 229· - παρὰ μεταγεν. καθημερινός, ή, όν, Πλουτ. Λυκοῦργ. 10, Ἀθήν. 259F· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 53 ([[ὅστις]] [[ὅμως]] συγχέει αὐτὸ πρὸς τὸ μεθημερινὸς). ΙΙ. κατὰ ταύτην τὴν ἡμέραν, νῦν σε [[μοῖρα]] καθαμερία φθίνει, φθίνει, «κατὰ ταύτην σε τὴν ἡμέραν ἡ Μοῖρα εἰς φθορὰν καὶ ἐλάττωσιν τοῦ γένους ἄγει» (Σχόλ.), Σοφ. Ἠλ. 1414, ἀλλ’ ἴδε σημ. Jebb, [[ὅστις]] ἐξέδωκε: νῦν σοι [[μοῖρα]] καθαμερία φθίνει φθίνει ἑρμηνεύων τό: φθίνει ἀμεταβάτως.
}}
{{elnl
|elnltext=καθημέριος -α -ον, Dor. καθᾱμέριος [κατά, ἡμέρα] dagelijks:; μοῖρα καθημερία ons dagelijks lot Soph. El. 1413; Dor. n. adv. καθᾱμέριον.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> day by day, [[daily]] (καθ' ἡμέραν), Eur.:—[[later]] also [[καθημερινός]], ή, όν, Plut.<br /><b class="num">II.</b> on [[this]] day, Soph.
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> day by day, [[daily]] (καθ' ἡμέραν), Eur.:—[[later]] also [[καθημερινός]], ή, όν, Plut.<br /><b class="num">II.</b> on [[this]] day, Soph.
}}
}}

Revision as of 20:30, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθημέριος Medium diacritics: καθημέριος Low diacritics: καθημέριος Capitals: ΚΑΘΗΜΕΡΙΟΣ
Transliteration A: kathēmérios Transliteration B: kathēmerios Transliteration C: kathimerios Beta Code: kaqhme/rios

English (LSJ)

Dor. καθαμέριος, α, ον,
A day by day, daily (καθ' ἡμέραν), neut. as adverb, E.Ph. 229 (lyr.); μοῖρα καθημέριος S.El.1414(dub., lyr.):—later also καθημερινός, καθημερινή, καθημερινόν, δίαιτα LXXJu.12.15, cf. Plu.2.141b, al.; διακονία Act.Ap.6.1; γυμνασία Ael.Tact.3.1, Plu.Lyc.10, Ath.1.10c; of fevers, quotidian, later word for ἀμφημερινός (q.v.), especially of non-remittent quotidians, Gal.7.354, 17(1).221; ῥῖγος PTeb.275.21 (iii A.D.); φρίξ POxy.924.3 (iv A.D.).

German (Pape)

[Seite 1285] am heutigen Tage, νῦν σε μοῖρα καθαμερία φθίνει Soph. El. 1406, Schol. κατὰ ταύτην τὴν ἡμέραν; – täglich, Eur. Phoen. 237.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de ce jour-ci, d'aujourd'hui ; quotidien.
Étymologie: κατά, ἡμέρα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καθημέριος -α -ον, Dor. καθᾱμέριος [κατά, ἡμέρα] dagelijks:; μοῖρα καθημερία ons dagelijks lot Soph. El. 1413; Dor. n. adv. καθᾱμέριον.

Russian (Dvoretsky)

κᾰθημέριος: дор. καθᾱμέριος 3
1) ежедневный, повседневный, т. е. неиссякающий (πολύκαρπος βότρυς Eur.);
2) нынешний (μοῖρα Soph.).

Greek Monolingual

καθημέριος, δωρ. τ. καθαμέριος, -ία, -ον (Α)
1. καθημερινός
2. σημερινός, τωρινός, ο κατά τούτη την ημέρα («νῦν σε μοῑρα καθαμερία φθίνειν ἔχει», Σοφ.)
3. (το ουδ. ως επίρρ.) καθημέριον
καθημερινά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. «καθ' ἡμέραν»].

Greek Monotonic

καθημέριος: Δωρ. κάθ-αμ-, -α, -ον,
I. αυτός που έρχεται μέρα με τη μέρα, καθημερινός (καθ' ἡμέραν), σε Ευρ.· μεταγεν. επίσης καθημερινός, , -όν, σε Πλούτ.
II. αυτός που υπάρχει την παρούσα ημέρα, ημερήσιος, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

καθημέριος: Δωρ. καθαμ-, α, ον, καθημερινὸς (καθ’ ἡμέραν), Εὐρ. Φοίν. 229· - παρὰ μεταγεν. καθημερινός, ή, όν, Πλουτ. Λυκοῦργ. 10, Ἀθήν. 259F· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 53 (ὅστις ὅμως συγχέει αὐτὸ πρὸς τὸ μεθημερινὸς). ΙΙ. κατὰ ταύτην τὴν ἡμέραν, νῦν σε μοῖρα καθαμερία φθίνει, φθίνει, «κατὰ ταύτην σε τὴν ἡμέραν ἡ Μοῖρα εἰς φθορὰν καὶ ἐλάττωσιν τοῦ γένους ἄγει» (Σχόλ.), Σοφ. Ἠλ. 1414, ἀλλ’ ἴδε σημ. Jebb, ὅστις ἐξέδωκε: νῦν σοι μοῖρα καθαμερία φθίνει φθίνει ἑρμηνεύων τό: φθίνει ἀμεταβάτως.

Middle Liddell


I. day by day, daily (καθ' ἡμέραν), Eur.:—later also καθημερινός, ή, όν, Plut.
II. on this day, Soph.