καταπισσόω: Difference between revisions
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=-ῶ :<br />enduire de poix, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[πισσόω]]. | |btext=-ῶ :<br />enduire de poix, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[πισσόω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=καταπισσόω Ion. voor καταπιττόω. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καταπισσόω:''' атт. [[καταπιττόω]]<br /><b class="num">1)</b> [[покрывать смолой]], [[осмаливать]] (τινα Arph.);<br /><b class="num">2)</b> [[осмаливать и поджигать]], [[сжигать на медленном огне]] (вид казни) (ἐὰν ἀδικῶν [[ἄνθρωπος]] ἀνασταυρωθῇ ἢ καταπιττωθῇ Plat.);<br /><b class="num">3)</b> [[чернить]], [[хулить]] (τινα Arph.). | |||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καταπισσόω:''' Αττ. -ττόω, μέλ. <i>-ώσω</i>, [[καλύπτω]] με [[πίσσα]], [[αλείφω]] με [[πίσσα]] και [[καίω]] (ως [[τιμωρία]]), σε Πλάτ. | |lsmtext='''καταπισσόω:''' Αττ. -ττόω, μέλ. <i>-ώσω</i>, [[καλύπτω]] με [[πίσσα]], [[αλείφω]] με [[πίσσα]] και [[καίω]] (ως [[τιμωρία]]), σε Πλάτ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''καταπισσόω''': Ἀττ. -ττόω, [[καλύπτω]], διὰ πίσσης, πισσώνω, ὡς ἔπραττον εἰς τὸν περιέχοντα τὸν [[οἶνον]] πήλινα ἀγγεῖα, κτλ. [[ὅπως]] ἀποκλείωσι τὸν ἀέρα, Κρατῖν. ἐν «Πυτ.» 17· ([[ἔνθα]] ἴδε Meineke), Ἀριστοφ. Ἐκκλ.- μεταφ., [[χρωματίζω]] μὲ [[μέλαν]] [[χρῶμα]], μαυρίζω, ἀντίθετον τῷ [[καταχρυσόω]], (ἐν στίχ. 826)· κατεπίττου πᾶς ἀνὴρ Εὐριπίδην [[αὐτόθι]] 829. ΙΙ. [[ἀλείφω]] μὲ πίσσαν καὶ [[καίω]], πρὸς τιμωρίαν, Ἡρακλ. παρ’ Ἀθην. 524Α.- Παθ., Πλάτ. Γοργ. 473C· [[ἴσως]] ὡς τὸ Λατ. tunica molesta, πρβλ. Routh. ἐν τόπῳ (ὃν ἀναφέρει: Stallbaum), [[ἔνθα]] συνάπτεται μετὰ τοῦ στρεβλοῦσθαι, ἐκτέμνεσθαι, τοὺς ὀφθαλμοὺς ἐκκάεσθαι, [[πολλαχῶς]] λωβᾶσθαι καὶ ἀνασταυροῦσθαι· ἔτι [[ἀλείφω]] μὲ πίσσαν τὸ δέρμα, ἵνα ἀποτιλθῶσιν αἱ τρίχες καὶ τὸ [[σῶμα]] κορασιῶδες φαίνηται, [[οἷον]] ἦτο τὸ [[ἔργον]] τῶν παρατιλτριῶν (πρβλ. πιττοκόπος)· καταπιττοῦσι [[σφᾶς]] καὶ τὰς τρίχας τοῖς ἀνασπῶσι πάντα τρόπον παρέχουσιν Κλήμ. Ἀλεξ. Παιδ. 3, 261. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[attic]] -ττόω fut. ώσω<br />to [[cover]] with [[pitch]], to [[pitch]] [[over]] and [[burn]] (as a [[punishment]]), Plat. | |mdlsjtxt=[[attic]] -ττόω fut. ώσω<br />to [[cover]] with [[pitch]], to [[pitch]] [[over]] and [[burn]] (as a [[punishment]]), Plat. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:40, 2 October 2022
English (LSJ)
Att. καταπιττόω, A cover with pitch, as was done to winejars, etc., Cratin.189 (Pass.), Ar.Ec.1109, Gal.17(2).164: metaph., paint black, opp. καταχρυσόω (in v. 826), κατεπίττου πᾶς ἀνὴρ Εὐριπίδην Ar.Ec.829. II tar and burn (as a punishment), Heraclid. Pont. ap. Ath.12.524a:—Pass., Pl.Grg.473c.
German (Pape)
[Seite 1370] att. -πιττόω, verpichen, mit Pech bestreichen; ζῶσαν καταπιττώσαντες Ar. Eccl. 1109; bei Plat. Gorg. 473 c = mit Pech bestreichen und verbrennen; vgl. Ath. XII, 524 a. – Übertr., κατεπίττου πᾶς ἀνὴρ Εὐριπίδην Ar. Eccl. 829, anschwärzen.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
enduire de poix, acc..
Étymologie: κατά, πισσόω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταπισσόω Ion. voor καταπιττόω.
Russian (Dvoretsky)
καταπισσόω: атт. καταπιττόω
1) покрывать смолой, осмаливать (τινα Arph.);
2) осмаливать и поджигать, сжигать на медленном огне (вид казни) (ἐὰν ἀδικῶν ἄνθρωπος ἀνασταυρωθῇ ἢ καταπιττωθῇ Plat.);
3) чернить, хулить (τινα Arph.).
Greek Monotonic
καταπισσόω: Αττ. -ττόω, μέλ. -ώσω, καλύπτω με πίσσα, αλείφω με πίσσα και καίω (ως τιμωρία), σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
καταπισσόω: Ἀττ. -ττόω, καλύπτω, διὰ πίσσης, πισσώνω, ὡς ἔπραττον εἰς τὸν περιέχοντα τὸν οἶνον πήλινα ἀγγεῖα, κτλ. ὅπως ἀποκλείωσι τὸν ἀέρα, Κρατῖν. ἐν «Πυτ.» 17· (ἔνθα ἴδε Meineke), Ἀριστοφ. Ἐκκλ.- μεταφ., χρωματίζω μὲ μέλαν χρῶμα, μαυρίζω, ἀντίθετον τῷ καταχρυσόω, (ἐν στίχ. 826)· κατεπίττου πᾶς ἀνὴρ Εὐριπίδην αὐτόθι 829. ΙΙ. ἀλείφω μὲ πίσσαν καὶ καίω, πρὸς τιμωρίαν, Ἡρακλ. παρ’ Ἀθην. 524Α.- Παθ., Πλάτ. Γοργ. 473C· ἴσως ὡς τὸ Λατ. tunica molesta, πρβλ. Routh. ἐν τόπῳ (ὃν ἀναφέρει: Stallbaum), ἔνθα συνάπτεται μετὰ τοῦ στρεβλοῦσθαι, ἐκτέμνεσθαι, τοὺς ὀφθαλμοὺς ἐκκάεσθαι, πολλαχῶς λωβᾶσθαι καὶ ἀνασταυροῦσθαι· ἔτι ἀλείφω μὲ πίσσαν τὸ δέρμα, ἵνα ἀποτιλθῶσιν αἱ τρίχες καὶ τὸ σῶμα κορασιῶδες φαίνηται, οἷον ἦτο τὸ ἔργον τῶν παρατιλτριῶν (πρβλ. πιττοκόπος)· καταπιττοῦσι σφᾶς καὶ τὰς τρίχας τοῖς ἀνασπῶσι πάντα τρόπον παρέχουσιν Κλήμ. Ἀλεξ. Παιδ. 3, 261.
Middle Liddell
attic -ττόω fut. ώσω
to cover with pitch, to pitch over and burn (as a punishment), Plat.