κοσμιότης: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=ητος (ἡ) :<br />bon ordre ; modération d'esprit <i>ou</i> de caractère, convenance, décence.<br />'''Étymologie:''' [[κόσμιος]].
|btext=ητος (ἡ) :<br />bon ordre ; modération d'esprit <i>ou</i> de caractère, convenance, décence.<br />'''Étymologie:''' [[κόσμιος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κοσμιότης''': -ητος, ἡ, [[τάξις]], [[εὐταξία]], [[εὐπρέπεια]], [[φρόνιμος]] [[διαγωγή]], Ἀριστοφ. Πλ. 564, Πλάτ. Πολιτικ. 307Α, κτλ.· κ. καὶ [[σωφροσύνη]] ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 508Α· ἀντίθετ. τῷ [[ἀκολασία]], Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 8, 8· ἴδε ἐν λεξ. [[κομψότης]].
|elnltext=κοσμιότης -ητος, ἡ [κόσμιος] fatsoenlijk gedrag, fatsoen:. κοσμιότης οἰκεῖ μετ’ ἐμοῦ fatsoen leeft bij mij Aristoph. Pl. 564.
}}
{{elru
|elrutext='''κοσμιότης:''' ητος ἡ скромность, (добро)порядочность, честность (κ. καὶ [[σωφροσύνη]] Plat., Plut.).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κοσμιότης:''' -ητος, ἡ, [[κοσμιότητα]], [[ευπρέπεια]], [[ευταξία]], πρέπουσα [[συμπεριφορά]], σε Αριστοφ., Πλάτ.
|lsmtext='''κοσμιότης:''' -ητος, ἡ, [[κοσμιότητα]], [[ευπρέπεια]], [[ευταξία]], πρέπουσα [[συμπεριφορά]], σε Αριστοφ., Πλάτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κοσμιότης:''' ητος ἡ скромность, (добро)порядочность, честность (κ. καὶ [[σωφροσύνη]] Plat., Plut.).
|lstext='''κοσμιότης''': -ητος, ἡ, [[τάξις]], [[εὐταξία]], [[εὐπρέπεια]], [[φρόνιμος]] [[διαγωγή]], Ἀριστοφ. Πλ. 564, Πλάτ. Πολιτικ. 307Α, κτλ.· κ. καὶ [[σωφροσύνη]] ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 508Α· ἀντίθετ. τῷ [[ἀκολασία]], Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 8, 8· ἴδε ἐν λεξ. [[κομψότης]].
}}
{{elnl
|elnltext=κοσμιότης -ητος, ἡ [κόσμιος] fatsoenlijk gedrag, fatsoen:. κοσμιότης οἰκεῖ μετ’ ἐμοῦ fatsoen leeft bij mij Aristoph. Pl. 564.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 20:45, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοσμιότης Medium diacritics: κοσμιότης Low diacritics: κοσμιότης Capitals: ΚΟΣΜΙΟΤΗΣ
Transliteration A: kosmiótēs Transliteration B: kosmiotēs Transliteration C: kosmiotis Beta Code: kosmio/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ, propriety, decorum, Ar.Pl.564, Pl.Plt.307 b, Zeno Stoic.1.58, etc.; κ. καὶ σωφροσύνη Pl.Grg.508 a; opp. ἀκολασία, Arist.EN1109a16: pl., τὰς αἰσχύνας καὶ κ. Phld.Mus.p.44 K.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
bon ordre ; modération d'esprit ou de caractère, convenance, décence.
Étymologie: κόσμιος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοσμιότης -ητος, ἡ [κόσμιος] fatsoenlijk gedrag, fatsoen:. κοσμιότης οἰκεῖ μετ’ ἐμοῦ fatsoen leeft bij mij Aristoph. Pl. 564.

Russian (Dvoretsky)

κοσμιότης: ητος ἡ скромность, (добро)порядочность, честность (κ. καὶ σωφροσύνη Plat., Plut.).

Greek Monotonic

κοσμιότης: -ητος, ἡ, κοσμιότητα, ευπρέπεια, ευταξία, πρέπουσα συμπεριφορά, σε Αριστοφ., Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

κοσμιότης: -ητος, ἡ, τάξις, εὐταξία, εὐπρέπεια, φρόνιμος διαγωγή, Ἀριστοφ. Πλ. 564, Πλάτ. Πολιτικ. 307Α, κτλ.· κ. καὶ σωφροσύνη ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 508Α· ἀντίθετ. τῷ ἀκολασία, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 8, 8· ἴδε ἐν λεξ. κομψότης.

Middle Liddell

κοσμιότης, ητος, [from κόσμιος
propriety, decorum, orderly behaviour, Ar., Plat.

English (Woodhouse)

orderliness

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)