κρεανομέω: Difference between revisions

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=-ῶ :<br />distribuer les chairs d'une victime.<br />'''Étymologie:''' [[κρεανόμος]].
|btext=-ῶ :<br />distribuer les chairs d'une victime.<br />'''Étymologie:''' [[κρεανόμος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κρεᾱνομέω''': μέλλ. -ήσω· πρκμ. κεκρεανόμηκα Ἰσαῖ. 78. 17· ― [[διανέμω]] [[κρέας]], [[μοιράζω]] τὸ [[κρέας]] τοῦ θύματος εἰς τοὺς κεκλημένους, ἔνθ’ ἀνωτ., Λουκ. Προμ. 20· [[καθόλου]], διαμοιράζω, [[διαχωρίζω]], [[κατακόπτω]] εἰς τεμάχια, Διοδ. Ἐκλογ. 602. 66, Λουκ. Προμ. 20. ― Μέσ., διανέμομαι μετ’ ἄλλων, μοιράζομαι, αἱ δὲ ἄλλαι τὰ περισσὰ κρεανομέοντο γυναῖκες Θεόκρ. 26. 24, Σώπατ. παρ’ Ἀθην. 702Β. Περὶ τοῦ κρεων-, ἴδε τὸ ἑπομ.
|elnltext=κρεανομέω [κρεανόμος] vlees verdelen (bij offers); ook med.: αἱ δ’ ἄλλαι τὰ περισσὰ κρεανομέοντο γυναῖκες de andere vrouwen verdeelden de resten van het vlees onder elkaar Theocr. Id. 26.24.
}}
{{elru
|elrutext='''κρεᾰνομέω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[разрубать мясо]] (жертвы), распределять куски мяса Isae., Luc.;<br /><b class="num">2)</b> [[разрывать на части]] (sc. Πενθῆα Theocr.).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κρεᾱνομέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, παρακ. <i>κεκρεανόμηκα</i>· [[διανέμω]], [[διαμοιράζω]] το [[κρέας]], [[μοιράζω]] το [[κρέας]] της θυσίας [[ανάμεσα]] στους προσκεκλημένους, σε Λουκ. — Μέσ., [[διαμοιράζω]] [[αναμεταξύ]], σε Θεόκρ.
|lsmtext='''κρεᾱνομέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, παρακ. <i>κεκρεανόμηκα</i>· [[διανέμω]], [[διαμοιράζω]] το [[κρέας]], [[μοιράζω]] το [[κρέας]] της θυσίας [[ανάμεσα]] στους προσκεκλημένους, σε Λουκ. — Μέσ., [[διαμοιράζω]] [[αναμεταξύ]], σε Θεόκρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κρεᾰνομέω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[разрубать мясо]] (жертвы), распределять куски мяса Isae., Luc.;<br /><b class="num">2)</b> [[разрывать на части]] (sc. Πενθῆα Theocr.).
|lstext='''κρεᾱνομέω''': μέλλ. -ήσω· πρκμ. κεκρεανόμηκα Ἰσαῖ. 78. 17· ― [[διανέμω]] [[κρέας]], [[μοιράζω]] τὸ [[κρέας]] τοῦ θύματος εἰς τοὺς κεκλημένους, ἔνθ’ ἀνωτ., Λουκ. Προμ. 20· [[καθόλου]], διαμοιράζω, [[διαχωρίζω]], [[κατακόπτω]] εἰς τεμάχια, Διοδ. Ἐκλογ. 602. 66, Λουκ. Προμ. 20. ― Μέσ., διανέμομαι μετ’ ἄλλων, μοιράζομαι, αἱ δὲ ἄλλαι τὰ περισσὰ κρεανομέοντο γυναῖκες Θεόκρ. 26. 24, Σώπατ. παρ’ Ἀθην. 702Β. Περὶ τοῦ κρεων-, ἴδε τὸ ἑπομ.
}}
{{elnl
|elnltext=κρεανομέω [κρεανόμος] vlees verdelen (bij offers); ook med.: αἱ δ’ ἄλλαι τὰ περισσὰ κρεανομέοντο γυναῖκες de andere vrouwen verdeelden de resten van het vlees onder elkaar Theocr. Id. 26.24.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κρεᾱνομέω,<br />to [[distribute]] [[flesh]], to [[divide]] the [[flesh]] of a [[victim]] [[among]] the guests, Luc.:—Mid. to [[divide]] [[among]] [[themselves]], Theocr.
|mdlsjtxt=κρεᾱνομέω,<br />to [[distribute]] [[flesh]], to [[divide]] the [[flesh]] of a [[victim]] [[among]] the guests, Luc.:—Mid. to [[divide]] [[among]] [[themselves]], Theocr.
}}
}}

Revision as of 20:50, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρεᾱνομέω Medium diacritics: κρεανομέω Low diacritics: κρεανομέω Capitals: ΚΡΕΑΝΟΜΕΩ
Transliteration A: kreanoméō Transliteration B: kreanomeō Transliteration C: kreanomeo Beta Code: kreanome/w

English (LSJ)

pf. κεκρεανόμηκα Is.9.33:—divide the flesh of a victim among the guests, l.c., Luc.Prom.20; distribute meat, τῇ βουλῇ IG22.847.25: generally, divide, cut piecemeal, D.S.34.12:—Med., Sopat.20: with pl. subject, divide among themselves, Theoc.26.24.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
distribuer les chairs d'une victime.
Étymologie: κρεανόμος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρεανομέω [κρεανόμος] vlees verdelen (bij offers); ook med.: αἱ δ’ ἄλλαι τὰ περισσὰ κρεανομέοντο γυναῖκες de andere vrouwen verdeelden de resten van het vlees onder elkaar Theocr. Id. 26.24.

Russian (Dvoretsky)

κρεᾰνομέω:
1) разрубать мясо (жертвы), распределять куски мяса Isae., Luc.;
2) разрывать на части (sc. Πενθῆα Theocr.).

Greek Monotonic

κρεᾱνομέω: μέλ. -ήσω, παρακ. κεκρεανόμηκα· διανέμω, διαμοιράζω το κρέας, μοιράζω το κρέας της θυσίας ανάμεσα στους προσκεκλημένους, σε Λουκ. — Μέσ., διαμοιράζω αναμεταξύ, σε Θεόκρ.

Greek (Liddell-Scott)

κρεᾱνομέω: μέλλ. -ήσω· πρκμ. κεκρεανόμηκα Ἰσαῖ. 78. 17· ― διανέμω κρέας, μοιράζω τὸ κρέας τοῦ θύματος εἰς τοὺς κεκλημένους, ἔνθ’ ἀνωτ., Λουκ. Προμ. 20· καθόλου, διαμοιράζω, διαχωρίζω, κατακόπτω εἰς τεμάχια, Διοδ. Ἐκλογ. 602. 66, Λουκ. Προμ. 20. ― Μέσ., διανέμομαι μετ’ ἄλλων, μοιράζομαι, αἱ δὲ ἄλλαι τὰ περισσὰ κρεανομέοντο γυναῖκες Θεόκρ. 26. 24, Σώπατ. παρ’ Ἀθην. 702Β. Περὶ τοῦ κρεων-, ἴδε τὸ ἑπομ.

Middle Liddell

κρεᾱνομέω,
to distribute flesh, to divide the flesh of a victim among the guests, Luc.:—Mid. to divide among themselves, Theocr.