παναγής: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ής, ές :<br />tout à fait saint, sacré.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[ἄγος]].
|btext=ής, ές :<br />tout à fait saint, sacré.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[ἄγος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πᾰνᾰγής''': ές. [[ὅλως]] ἡγιασμένος, ἱερώτατος, [[πάναγνος]], Λατ. sacosanctus, [[οὕτως]] ἐκαλοῦντο οἱ παρὰ Ρωμ. Tribuni Plebis, δήμαρχοι, Διον. Ἁλ. 6. 89., 8. 87, Πλουτ. Κάμιλλ. 20. π. [[ἱερεύς]], [[ἱέρεια]] Συλλ. Ἐπιγρ. 380. 6, Πολυδ. Α΄, 35. II. ὁ διατελῶν ὑπὸ [[ἄγος]], παναγεῖς γενεὰν πορνοτελῶναι, Μεγαρῆς, δεινοί πατραλοῖαι Φιλωνίδης ἐν «Κοθόρνοις» 1.
|elnltext=παναγής -ές [πᾶς, ἄγος] [[zeer heilig]].
}}
{{elru
|elrutext='''πᾰναγής:''' [[окруженный святостью]], [[неприкосновенный]] (παρθένοι Plut.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''πᾰνᾰγής:''' -ές, ιερώτατος, [[πάναγνος]], Λατ. [[sacrosanctus]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''πᾰνᾰγής:''' -ές, ιερώτατος, [[πάναγνος]], Λατ. [[sacrosanctus]], σε Πλούτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πᾰναγής:''' [[окруженный святостью]], [[неприкосновенный]] (παρθένοι Plut.).
|lstext='''πᾰνᾰγής''': ές. [[ὅλως]] ἡγιασμένος, ἱερώτατος, [[πάναγνος]], Λατ. sacosanctus, [[οὕτως]] ἐκαλοῦντο οἱ παρὰ Ρωμ. Tribuni Plebis, δήμαρχοι, Διον. Ἁλ. 6. 89., 8. 87, Πλουτ. Κάμιλλ. 20. π. [[ἱερεύς]], [[ἱέρεια]] Συλλ. Ἐπιγρ. 380. 6, Πολυδ. Α΄, 35. II. ὁ διατελῶν ὑπὸ [[ἄγος]], παναγεῖς γενεὰν πορνοτελῶναι, Μεγαρῆς, δεινοί πατραλοῖαι Φιλωνίδης ἐν «Κοθόρνοις» 1.
}}
{{elnl
|elnltext=παναγής -ές [πᾶς, ἄγος] [[zeer heilig]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πᾰνᾰγής, ές<br />all-[[hallowed]], Lat. [[sacrosanctus]], Plut.
|mdlsjtxt=πᾰνᾰγής, ές<br />all-[[hallowed]], Lat. [[sacrosanctus]], Plut.
}}
}}

Revision as of 21:00, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰνᾰγής Medium diacritics: παναγής Low diacritics: παναγής Capitals: ΠΑΝΑΓΗΣ
Transliteration A: panagḗs Transliteration B: panagēs Transliteration C: panagis Beta Code: panagh/s

English (LSJ)

ές, A all-hallowed, Call.Fr.1.36P.; κόρη (Cassandra) D. Chr.11.153; ἱέρειαι Poll.1.35, Hsch. (παναιεῖς cod.); ἱερωσύνη Jul. Or.5.160b (Sup.); ἱερεύς IG3.716; = Lat. sacrosanctus, of the Rom. Tribuni Plebis, D.H.6.89, 8.87, Plu. Cam.20. II under an ἄγος, Philonid.5, Man.4.120.

German (Pape)

[Seite 455] ές, ganz geweiht, ganz heilig, ἱέρειαι, Poll. 1, 35; τὰ τῶν δημάρχων σώματα ἱερὰ εἶναι καὶ παναγῆ, D. Hal. 6, 89, öfter, wie Plut. – Aber Philonid. bei Poll. 9, 29 = ganz und gar mit Fluch belastet, verabscheuungswerth, wie Man. 4, 120.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
tout à fait saint, sacré.
Étymologie: πᾶν, ἄγος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παναγής -ές [πᾶς, ἄγος] zeer heilig.

Russian (Dvoretsky)

πᾰναγής: окруженный святостью, неприкосновенный (παρθένοι Plut.).

Greek Monolingual

(I)
παναγής, -ές (ΑΜ)
αυτός που βαρύνεται από άγος, από ανίερη πράξη, μιαρότατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -αγής (< ἄγος «μίασμα»), πρβλ. δυσ-αγής].
(II)
παναγής, -ές (Α)
πάναγνος, ιερότατος, πανάχραντος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -αγής (< ἄγος «εξαγνισμός, σέβας, ευλάβεια», για τις σημ. του άγος βλ. λ. άγιος), πρβλ. ευαγής].

Greek Monotonic

πᾰνᾰγής: -ές, ιερώτατος, πάναγνος, Λατ. sacrosanctus, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰνᾰγής: ές. ὅλως ἡγιασμένος, ἱερώτατος, πάναγνος, Λατ. sacosanctus, οὕτως ἐκαλοῦντο οἱ παρὰ Ρωμ. Tribuni Plebis, δήμαρχοι, Διον. Ἁλ. 6. 89., 8. 87, Πλουτ. Κάμιλλ. 20. π. ἱερεύς, ἱέρεια Συλλ. Ἐπιγρ. 380. 6, Πολυδ. Α΄, 35. II. ὁ διατελῶν ὑπὸ ἄγος, παναγεῖς γενεὰν πορνοτελῶναι, Μεγαρῆς, δεινοί πατραλοῖαι Φιλωνίδης ἐν «Κοθόρνοις» 1.

Middle Liddell

πᾰνᾰγής, ές
all-hallowed, Lat. sacrosanctus, Plut.