παρακαθίστημι: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>f.</i> παρακαταστήσω, <i>ao.</i> παρακατέστησα, <i>etc.</i><br />établir auprès, placer à côté.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[καθίστημι]].
|btext=<i>f.</i> παρακαταστήσω, <i>ao.</i> παρακατέστησα, <i>etc.</i><br />établir auprès, placer à côté.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[καθίστημι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''παρακαθίστημι''': μέλλ. -καταστήσω· ἐνεστ. [[ὡσαύτως]] -[[καθιστάνω]] Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 14. 15, 7· - τοποθετῶ πλησίον, [[καθίστημι]] πλησίον, ἐπόπτας π. τινὰς Δημ. 47. 5· πολιτείας π. ἐναντίας Ἰσοκρ. 62Β· π. ἐπίτροπόν τινι Διόδ. 16. 38.
|elnltext=παρα-καθίστημι plaatsen naast:. πολιτείας ἐναντίας παρακαθιστάντες door tegengestelde regeringsvormen naast (de bestaande) in te voeren Isocr. 4.104.
}}
{{elru
|elrutext='''παρακαθίστημι:''' (fut. παρακαταστήσω, aor. παρακατέστησα)<br /><b class="num">1)</b> [[ставить рядом]], [[приставлять]] ([[ἐπόπτας]] τινάς Dem.; ἐπίτροπόν τινι Diod.; φυλακήν τινι Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[устанавливать рядом]] (πολιτείας ἐναντίας Isocr.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''παρακαθίστημι:''' μέλ. <i>καταστήσω</i>, [[στέκομαι]] ή εγκαθίσταμαι δίπλα, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''παρακαθίστημι:''' μέλ. <i>καταστήσω</i>, [[στέκομαι]] ή εγκαθίσταμαι δίπλα, σε Ηρόδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''παρακαθίστημι:''' (fut. παρακαταστήσω, aor. παρακατέστησα)<br /><b class="num">1)</b> [[ставить рядом]], [[приставлять]] ([[ἐπόπτας]] τινάς Dem.; ἐπίτροπόν τινι Diod.; φυλακήν τινι Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[устанавливать рядом]] (πολιτείας ἐναντίας Isocr.).
|lstext='''παρακαθίστημι''': μέλλ. -καταστήσω· ἐνεστ. [[ὡσαύτως]] -[[καθιστάνω]] Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 14. 15, 7· - τοποθετῶ πλησίον, [[καθίστημι]] πλησίον, ἐπόπτας π. τινὰς Δημ. 47. πολιτείας π. ἐναντίας Ἰσοκρ. 62Β· π. ἐπίτροπόν τινι Διόδ. 16. 38.
}}
{{elnl
|elnltext=παρα-καθίστημι plaatsen naast:. πολιτείας ἐναντίας παρακαθιστάντες door tegengestelde regeringsvormen naast (de bestaande) in te voeren Isocr. 4.104.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -καταστήσω<br />to [[station]] or [[establish]] [[beside]], Dem.
|mdlsjtxt=fut. -καταστήσω<br />to [[station]] or [[establish]] [[beside]], Dem.
}}
}}

Revision as of 21:05, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρακαθίστημι Medium diacritics: παρακαθίστημι Low diacritics: παρακαθίστημι Capitals: ΠΑΡΑΚΑΘΙΣΤΗΜΙ
Transliteration A: parakathístēmi Transliteration B: parakathistēmi Transliteration C: parakathistimi Beta Code: parakaqi/sthmi

English (LSJ)

also παρακαθ-ιστάνω, J.AJ14.15.7:—set down beside, station or establish beside, στρατιώτας ὥσπερ ἐπόπτας π. D.4.25; πολιτείας ἐναντίας π. Isoc. 4.104, cf. IG12.46.9; π. ἐπίτροπόν τινι D.S.16.38, cf. PCair.Zen.199.7 (iii B. C.), PRev.Laws54.15 (iii B. C.):—Pass., παρακαθεσταμένος τινί being made his colleague, D.S.16.47.

German (Pape)

[Seite 481] (s. ἵστημι), daneben, an der Seite hinstellen, einsetzen; πολιτείας ἐναντίας, Isocr. 4, 104; παρακατέστησε φυλακήν, Plut. Fab. Max. 7; ἐπίτροπόν τινι, D. Sic. 16, 38; a. Sp.

French (Bailly abrégé)

f. παρακαταστήσω, ao. παρακατέστησα, etc.
établir auprès, placer à côté.
Étymologie: παρά, καθίστημι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρα-καθίστημι plaatsen naast:. πολιτείας ἐναντίας παρακαθιστάντες door tegengestelde regeringsvormen naast (de bestaande) in te voeren Isocr. 4.104.

Russian (Dvoretsky)

παρακαθίστημι: (fut. παρακαταστήσω, aor. παρακατέστησα)
1) ставить рядом, приставлять (ἐπόπτας τινάς Dem.; ἐπίτροπόν τινι Diod.; φυλακήν τινι Plut.);
2) устанавливать рядом (πολιτείας ἐναντίας Isocr.).

Greek Monolingual

και παρακαθιστάνω Α
τοποθετώ, διορίζω, εγκαθιστώ κάποιον ή κάτι κοντά σε κάποιον ή σε κάτι άλλο («παρακατέστησεν αὐτῷ ἐπίτροπον», Διόδ. Σικ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + καθίστημι «θέτω, τοποθετώ»].

Greek Monotonic

παρακαθίστημι: μέλ. καταστήσω, στέκομαι ή εγκαθίσταμαι δίπλα, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

παρακαθίστημι: μέλλ. -καταστήσω· ἐνεστ. ὡσαύτως -καθιστάνω Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 14. 15, 7· - τοποθετῶ πλησίον, καθίστημι πλησίον, ἐπόπτας π. τινὰς Δημ. 47. 5· πολιτείας π. ἐναντίας Ἰσοκρ. 62Β· π. ἐπίτροπόν τινι Διόδ. 16. 38.

Middle Liddell

fut. -καταστήσω
to station or establish beside, Dem.