παραφροσύνη: Difference between revisions
οὕτως καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστιν καθ' ἑαυτήν → so even the Faith, if it does not have deeds, and is on its own, is dead | the Faith without works is dead
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> déraison, démence, folie;<br /><b>2</b> délire.<br />'''Étymologie:''' [[παράφρων]]. | |btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> déraison, démence, folie;<br /><b>2</b> délire.<br />'''Étymologie:''' [[παράφρων]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=παραφροσύνη -ης, ἡ [παράφρων] geestelijke dwaling. delirium. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παραφροσύνη:''' ἡ [[помешательство]], [[безумие]] Plat., Plut. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''παραφροσύνη:''' ἡ ([[παράφρων]]), [[διαταραχή]], σε Πλάτ. | |lsmtext='''παραφροσύνη:''' ἡ ([[παράφρων]]), [[διαταραχή]], σε Πλάτ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''παραφροσύνη''': ἡ, ([[παράφρων]]) ἡ [[κατάστασις]] τοῦ παράφρονος, παραπλάνησις φρενῶν, «τρέλλα», Ἱππ. Ἀφ. 1244, Πλάτ. Σοφιστ. 228D· [[μανία]], παραφροσύναι αἱ μὲν μετὰ γέλωτος γινόμεναι ἀσφαλέστεραι, αἱ δὲ μετὰ σπουδῆς ἐπισφαλέστεραι Ἱππ. Ἀφ. 1258. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 21:25, 2 October 2022
English (LSJ)
ἡ, A wandering of mind, derangement, Pl.Sph.228d, Aps.p.333 H. 2 delirium, Hp.Aph.2.2,6.53 (pl.), Prog.10.
German (Pape)
[Seite 507] ἡ, der Zustand der vom geraden Wege, von der Wahrheit sich verirrenden Seele, Verrücktheit, Wahnsinn; Plat. Soph. 228 d; Hippocr.; Plut. Rom. 21 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 déraison, démence, folie;
2 délire.
Étymologie: παράφρων.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παραφροσύνη -ης, ἡ [παράφρων] geestelijke dwaling. delirium.
Russian (Dvoretsky)
παραφροσύνη: ἡ помешательство, безумие Plat., Plut.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ παράφρων, -ονος]
η κατάσταση του παράφρονα, η απώλεια του λογικού, τρέλα
νεοελλ.
ασύνετος λόγος ή ασύνετη πράξη
αρχ.
φρενικό παραλήρημα.
Greek Monotonic
παραφροσύνη: ἡ (παράφρων), διαταραχή, σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
παραφροσύνη: ἡ, (παράφρων) ἡ κατάστασις τοῦ παράφρονος, παραπλάνησις φρενῶν, «τρέλλα», Ἱππ. Ἀφ. 1244, Πλάτ. Σοφιστ. 228D· μανία, παραφροσύναι αἱ μὲν μετὰ γέλωτος γινόμεναι ἀσφαλέστεραι, αἱ δὲ μετὰ σπουδῆς ἐπισφαλέστεραι Ἱππ. Ἀφ. 1258.
Middle Liddell
παραφροσύνη, ἡ, παράφρων
derangement, Plat.
Chinese
原文音譯:parafron⋯a 爬拉-弗羅你阿
詞類次數:名詞(1)
原文字根:在旁-意向
字義溯源:瘋狂,愚行,狂妄,愚蠢;源自(παραφρονέω)=狂想);由(παρά)*=旁,出於)與(φρονέω)=想著)組成;而 (φρονέω)出自(φρήν)*=心思)
出現次數:總共(1);彼後(1)
譯字彙編:
1) 狂妄(1) 彼後2:16