προσεμβάλλω: Difference between revisions

From LSJ

αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<b>1</b> <i>tr.</i> jeter en outre vers <i>ou</i> sur, <i>avec</i> [[εἰς]] et l'acc.;<br /><b>2</b> <i>intr. (s.e.</i> ἑαυτόν) se jeter en outre sur.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἐμβάλλω]].
|btext=<b>1</b> <i>tr.</i> jeter en outre vers <i>ou</i> sur, <i>avec</i> [[εἰς]] et l'acc.;<br /><b>2</b> <i>intr. (s.e.</i> ἑαυτόν) se jeter en outre sur.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἐμβάλλω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''προσεμβάλλω''': [[ἐμβάλλω]], [[ῥίπτω]], ἢ θέτω ἐντὸς [[προσέτι]], Πλάτ. Κρατ. 439C· φρουρὰν εἰς τὸ [[Μουσεῖον]] Πλουτ. Δημήτρ. 34· ἀγκύρας εἰς τὸ [[στόμα]] τοῦ λιμένος Δίων Κ. 43. 31, κτλ. ΙΙ. ἀμεταβ., [[εἰσέρχομαι]] [[προσέτι]], Πλούτ. 2. 751F.
|elnltext=προσ-εμβάλλω erbij inwerpen, erbij in... plaatsen; met acc. en prep. bep.. αὐτὸς ἐφ’ ἑαυτοῦ προσενέβαλε φρουρὰν εἰς τὸ Μουσεῖον op eigen houtje plaatste hij een extra garnizoen bij het Mouseion Plut. Demetr. 34.7.
}}
{{elru
|elrutext='''προσεμβάλλω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[сверх того ввергать]] (τινὰ εἴς τινα δίνην Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[также вводить]], [[помещать]] (φρουρὰν εἰς τὸ [[Μουσεῖον]] Plut.);<br /><b class="num">3)</b> (sc. ἑαυτόν) проходить, проникать (εἰς τὰ γυμνάσια Plut.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''προσεμβάλλω:''' [[ρίχνω]] ή [[τοποθετώ]] [[παραδίπλα]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''προσεμβάλλω:''' [[ρίχνω]] ή [[τοποθετώ]] [[παραδίπλα]], σε Πλούτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''προσεμβάλλω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[сверх того ввергать]] (τινὰ εἴς τινα δίνην Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[также вводить]], [[помещать]] (φρουρὰν εἰς τὸ [[Μουσεῖον]] Plut.);<br /><b class="num">3)</b> (sc. ἑαυτόν) проходить, проникать (εἰς τὰ γυμνάσια Plut.).
|lstext='''προσεμβάλλω''': [[ἐμβάλλω]], [[ῥίπτω]], ἢ θέτω ἐντὸς [[προσέτι]], Πλάτ. Κρατ. 439C· φρουρὰν εἰς τὸ [[Μουσεῖον]] Πλουτ. Δημήτρ. 34· ἀγκύρας εἰς τὸ [[στόμα]] τοῦ λιμένος Δίων Κ. 43. 31, κτλ. ΙΙ. ἀμεταβ., [[εἰσέρχομαι]] [[προσέτι]], Πλούτ. 2. 751F.
}}
{{elnl
|elnltext=προσ-εμβάλλω erbij inwerpen, erbij in... plaatsen; met acc. en prep. bep.. αὐτὸς ἐφ’ ἑαυτοῦ προσενέβαλε φρουρὰν εἰς τὸ Μουσεῖον op eigen houtje plaatste hij een extra garnizoen bij het Mouseion Plut. Demetr. 34.7.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />to [[throw]] or put [[into]] [[besides]], Plut.
|mdlsjtxt=<br />to [[throw]] or put [[into]] [[besides]], Plut.
}}
}}

Revision as of 21:45, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσεμβάλλω Medium diacritics: προσεμβάλλω Low diacritics: προσεμβάλλω Capitals: ΠΡΟΣΕΜΒΑΛΛΩ
Transliteration A: prosembállō Transliteration B: prosemballō Transliteration C: prosemvallo Beta Code: prosemba/llw

English (LSJ)

A throw or put into besides, Pl.Cra.439c; πίτυρον D.S. 3.14; φρουρὰν εἰς τὸ Μουσεῖον Plu.Demetr.34; ἀγκύρας εἰς τὸ στόμα τοῦ λιμένος D.C.43.31 codd., cf. PCair.Zen.244.1 (Pass.), 423 (Act. and Med., iii B.C.), Dsc.1.56, etc. II intr., go into besides, Plu.2.751f(dub.l.).

German (Pape)

[Seite 759] (s. βάλλω), noch dazu hineinwerfen, hineinthun; Plat. Crat. 439 c; φρουρὰν εἰς τὸ Μουσεῖον, Plut. Demetr. 34; auch intr. (sc. ἑαυτόν), noch dazu hineindringen, amator. 5.

French (Bailly abrégé)

1 tr. jeter en outre vers ou sur, avec εἰς et l'acc.;
2 intr. (s.e. ἑαυτόν) se jeter en outre sur.
Étymologie: πρός, ἐμβάλλω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-εμβάλλω erbij inwerpen, erbij in... plaatsen; met acc. en prep. bep.. αὐτὸς ἐφ’ ἑαυτοῦ προσενέβαλε φρουρὰν εἰς τὸ Μουσεῖον op eigen houtje plaatste hij een extra garnizoen bij het Mouseion Plut. Demetr. 34.7.

Russian (Dvoretsky)

προσεμβάλλω:
1) сверх того ввергать (τινὰ εἴς τινα δίνην Plat.);
2) также вводить, помещать (φρουρὰν εἰς τὸ Μουσεῖον Plut.);
3) (sc. ἑαυτόν) проходить, проникать (εἰς τὰ γυμνάσια Plut.).

Greek Monolingual

Α ἐμβάλλω
1. ρίχνω ή τοποθετώ επιπροσθέτως κάτι μέσα σε κάτι άλλο (α. «οὗτοι αὐτοί τε ὥσπερ εἴς τινα δίνην ἐμπεσόντες κυκῶνται καὶ ἡμᾶς ἐφελκόμενοι προσεμβάλλουσι», Πλάτ.
β. «... καὶ κρίθινον πίτυρον προσεμβάλλουσιν», Διόδ.)
2. εισέρχομαι επιπροσθέτως.

Greek Monotonic

προσεμβάλλω: ρίχνω ή τοποθετώ παραδίπλα, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

προσεμβάλλω: ἐμβάλλω, ῥίπτω, ἢ θέτω ἐντὸς προσέτι, Πλάτ. Κρατ. 439C· φρουρὰν εἰς τὸ Μουσεῖον Πλουτ. Δημήτρ. 34· ἀγκύρας εἰς τὸ στόμα τοῦ λιμένος Δίων Κ. 43. 31, κτλ. ΙΙ. ἀμεταβ., εἰσέρχομαι προσέτι, Πλούτ. 2. 751F.

Middle Liddell


to throw or put into besides, Plut.