προμήτωρ: Difference between revisions
νῆα μὲν οἵ γε μέλαιναν ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν → they pushed the black ship up over the sand onto dry land and placed long beams under her
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ορος (ἡ) :<br />aïeule maternelle.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[μήτηρ]]. | |btext=ορος (ἡ) :<br />aïeule maternelle.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[μήτηρ]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=προμήτωρ -ορος, ἡ, Dor. προμάτωρ [πρό, μήτηρ] stammoeder. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προμήτωρ:''' дор. [[προμάτωρ]], ορος (ᾱ) ἡ праматерь, прародительница Aesch., Eur., Luc. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''προμήτωρ:''' Δωρ. -μάτωρ[ᾱ], -ορος, ἡ, η πρώτη [[μητέρα]] ενός γένους, όπως [[προπάτωρ]], σε Αισχύλ., Ευρ. | |lsmtext='''προμήτωρ:''' Δωρ. -μάτωρ[ᾱ], -ορος, ἡ, η πρώτη [[μητέρα]] ενός γένους, όπως [[προπάτωρ]], σε Αισχύλ., Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''προμήτωρ''': Δωρ. [[προμάτωρ]], ορος, ἡ, πρώτη [[μήτηρ]] γένους, ἐσχηματίσθη κατὰ τὸ [[προπάτωρ]], [[Κύπρις]], ἅτ’ εἶ γένους [[προμάτωρ]] Αἰσχύλ. Θήβ. 140, Εὐρ. Φοίν. 676. 828. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=προ-μήτωρ, δοριξ προ-μᾱ/τωρ, [ᾱ], ορος, ἡ,<br />[[first]] [[mother]] of a [[race]], formed like [[προπάτωρ]], Aesch., Eur. | |mdlsjtxt=προ-μήτωρ, δοριξ προ-μᾱ/τωρ, [ᾱ], ορος, ἡ,<br />[[first]] [[mother]] of a [[race]], formed like [[προπάτωρ]], Aesch., Eur. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:50, 2 October 2022
English (LSJ)
Dor. προμάτωρ, ορος, ἡ,
A first mother of a race, A.Th. 140 (lyr.), E.Ph.676 (lyr.), 828 (lyr.), Luc.Am.19.
II masc., maternal grandfather, Hsch.
III epithet of Athena, prob. in Them.Or.13.180a (voc. πρόματερ codd.).
German (Pape)
[Seite 734] ορος, ἡ, Vormutter, Stammmutter, Eur. Phoen. 681 u. Sp. S. προμάτωρ.
French (Bailly abrégé)
ορος (ἡ) :
aïeule maternelle.
Étymologie: πρό, μήτηρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προμήτωρ -ορος, ἡ, Dor. προμάτωρ [πρό, μήτηρ] stammoeder.
Russian (Dvoretsky)
προμήτωρ: дор. προμάτωρ, ορος (ᾱ) ἡ праматерь, прародительница Aesch., Eur., Luc.
Greek Monolingual
-ορος, ἡ, ΝΜΑ, και δωρ. τ. προμάτωρ Α
1. η πρώτη μητέρα μιας γενιάς (α. «η κοινή προμήτωρ του ανθρώπινου γένους, η Εύα» β. «Κύπρις ἅτ' εἶ γένους προμάτωρ», Αισχύλ.)
νεοελλ.
η προγιαγιά
αρχ.
1. (ως αρσ.) ὁ προμήτωρ
(κατά τον Ησύχ.) «ὁ ἐκ μητρὸς πάππος»
2. προσωνυμία της Αθηνάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -μήτωρ (< μήτηρ), πρβλ. θεο-μήτωρ].
Greek Monotonic
προμήτωρ: Δωρ. -μάτωρ[ᾱ], -ορος, ἡ, η πρώτη μητέρα ενός γένους, όπως προπάτωρ, σε Αισχύλ., Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
προμήτωρ: Δωρ. προμάτωρ, ορος, ἡ, πρώτη μήτηρ γένους, ἐσχηματίσθη κατὰ τὸ προπάτωρ, Κύπρις, ἅτ’ εἶ γένους προμάτωρ Αἰσχύλ. Θήβ. 140, Εὐρ. Φοίν. 676. 828.
Middle Liddell
προ-μήτωρ, δοριξ προ-μᾱ/τωρ, [ᾱ], ορος, ἡ,
first mother of a race, formed like προπάτωρ, Aesch., Eur.