προεντυγχάνω: Difference between revisions
δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=<i>f.</i> προεντεύξομαι, <i>ao.2</i> προενέτυχον, <i>etc.</i><br />rencontrer auparavant, se mettre auparavant en relation avec, τινι ; [[ὄψις]] προεντυγχάνει τῆς φωνῆς PLUT la vue devance la parole, <i>càd</i> commencer l'entretien du regard avant d'avoir parlé.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ἐντυγχάνω]]. | |btext=<i>f.</i> προεντεύξομαι, <i>ao.2</i> προενέτυχον, <i>etc.</i><br />rencontrer auparavant, se mettre auparavant en relation avec, τινι ; [[ὄψις]] προεντυγχάνει τῆς φωνῆς PLUT la vue devance la parole, <i>càd</i> commencer l'entretien du regard avant d'avoir parlé.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ἐντυγχάνω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=προ-εντυγχάνω tevoren ontmoeten: met dat..; τῇ βουλῇ π. tevoren spreken met de raad Plut. Nic. 10.4; eerder tegemoet treden: overdr., met gen. comp.. ὄψις προεντυγχάνουσα αὐτοῦ τῆς φωνῆς zijn gelaatsuitdrukking die (de mensen) al voor zich innam voordat hij sprak Plut. Pomp. 2.1. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προεντυγχάνω:''' опережать, выходить навстречу, оказывать прием, тж. вступать в беседу (τινί Plut.): τὴν ὄψιν ἔσχεν προεντυγχάνουσαν [[αὐτοῦ]] τῆς φωνῆς Plut. его мимика опережала речь. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''προεντυγχάνω:''' μέλ. -[[τεύξομαι]], [[συνομιλώ]] με κάποιον εκ των προτέρων, σε Πλούτ. κ.λπ.· [[ὄψις]] προεντυγχάνει τῆς φωνῆς, το [[πρόσωπο]] αρχίζει να μιλά [[πριν]] από τη [[φωνή]] του, στον ίδ. | |lsmtext='''προεντυγχάνω:''' μέλ. -[[τεύξομαι]], [[συνομιλώ]] με κάποιον εκ των προτέρων, σε Πλούτ. κ.λπ.· [[ὄψις]] προεντυγχάνει τῆς φωνῆς, το [[πρόσωπο]] αρχίζει να μιλά [[πριν]] από τη [[φωνή]] του, στον ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''προεντυγχάνω''': [[ἐντυγχάνω]], συνομιλῶ μετά τινος πρότερον, Πλουτ. Νικ. 10, κτλ.· ― ὄψιν ἔσχεν οὐ μετρίως συνδημαγωγοῦσαν καὶ προετυγχάνουσαν [[αὐτοῦ]] τῆς φωνῆς, ὄψιν προσώπου... ὁμιλοῦσαν πρὸ τῆς φωνῆς, ὁ αὐτ. ἐν Πομπ. 2. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=fut. -[[τεύξομαι]]<br />to [[converse]] with [[before]], Plut., etc.; [[ὄψις]] πρ. τῆς φωνῆς his [[face]] begins to [[converse]] [[before]] he speaks, Plut. | |mdlsjtxt=fut. -[[τεύξομαι]]<br />to [[converse]] with [[before]], Plut., etc.; [[ὄψις]] πρ. τῆς φωνῆς his [[face]] begins to [[converse]] [[before]] he speaks, Plut. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:50, 2 October 2022
English (LSJ)
A encounter, meet first, Ph.1.363, al., J.BJ5.6.5, al.; τῇ ἄγρᾳ Ael.NA4.13; come in contact with first, τοῖς πράγμασι Plu.2.1122b: pf. part. -εντετυχηκώς previously acquainted with, Gal.17(1).501. II intercede with first, Ph.1.547; have audience of first, πρέσβεις π. τῇ βουλῇ Plu.Nic.10; ὄψις π. αὐτοῦ τῆς φωνῆς an appearance which spoke for him before he opened his mouth, Id.Pomp.2.
German (Pape)
[Seite 720] (s. τυγχάνω), vorher antreffen, darauf stoßen, Sp., wie Synes.; vorher seine Aufwartung machen, Plut. qu. Rom. 43.
French (Bailly abrégé)
f. προεντεύξομαι, ao.2 προενέτυχον, etc.
rencontrer auparavant, se mettre auparavant en relation avec, τινι ; ὄψις προεντυγχάνει τῆς φωνῆς PLUT la vue devance la parole, càd commencer l'entretien du regard avant d'avoir parlé.
Étymologie: πρό, ἐντυγχάνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-εντυγχάνω tevoren ontmoeten: met dat..; τῇ βουλῇ π. tevoren spreken met de raad Plut. Nic. 10.4; eerder tegemoet treden: overdr., met gen. comp.. ὄψις προεντυγχάνουσα αὐτοῦ τῆς φωνῆς zijn gelaatsuitdrukking die (de mensen) al voor zich innam voordat hij sprak Plut. Pomp. 2.1.
Russian (Dvoretsky)
προεντυγχάνω: опережать, выходить навстречу, оказывать прием, тж. вступать в беседу (τινί Plut.): τὴν ὄψιν ἔσχεν προεντυγχάνουσαν αὐτοῦ τῆς φωνῆς Plut. его мимика опережала речь.
Greek Monolingual
Α
1. συναντώ προηγουμένως κάποιον
2. μεσολαβώ, μεσιτεύω προηγουμένως
3. συνομιλώ προηγουμένως με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἐντυγχάνω «συναντώ, συζητώ»].
Greek Monotonic
προεντυγχάνω: μέλ. -τεύξομαι, συνομιλώ με κάποιον εκ των προτέρων, σε Πλούτ. κ.λπ.· ὄψις προεντυγχάνει τῆς φωνῆς, το πρόσωπο αρχίζει να μιλά πριν από τη φωνή του, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
προεντυγχάνω: ἐντυγχάνω, συνομιλῶ μετά τινος πρότερον, Πλουτ. Νικ. 10, κτλ.· ― ὄψιν ἔσχεν οὐ μετρίως συνδημαγωγοῦσαν καὶ προετυγχάνουσαν αὐτοῦ τῆς φωνῆς, ὄψιν προσώπου... ὁμιλοῦσαν πρὸ τῆς φωνῆς, ὁ αὐτ. ἐν Πομπ. 2.
Middle Liddell
fut. -τεύξομαι
to converse with before, Plut., etc.; ὄψις πρ. τῆς φωνῆς his face begins to converse before he speaks, Plut.