συνεργάτης: Difference between revisions
εἰργάζοντο λογάδην φέροντες λίθους καὶ ξυνετίθεσαν ὡς ἕκαστόν τι ξυμβαίνοι → they went to work bringing the stones as they picked them out and put them together as each one happened to fit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 13: | Line 13: | ||
|btext=ου (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[συνεργός]]. | |btext=ου (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[συνεργός]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=συνεργάτης -ου, ὁ [συνεργάζομαι] medewerker, handlanger. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συνεργάτης:''' ου (ᾰ) ὁ сотрудник, тж. соучастник помощник (πεμφθεὶς ξ. τινί Soph.): ὁ [[σκότος]] ὁ σ. Eur. тьма, служащая покровом; ὁ ξ. τινός Eur. помощник в чем-л. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 22: | Line 25: | ||
|lsmtext='''συνεργάτης:''' [ᾰ], -ου, ὁ, αυτός που εργάζεται μαζί με κάποιον, [[βοηθός]], [[αρωγός]], σε Σοφ., Ευρ.· με γεν., [[συμμέτοχος]], συμπράττων, [[βοηθός]], [[συνεργός]] σε [[κάτι]], σε Ευρ. | |lsmtext='''συνεργάτης:''' [ᾰ], -ου, ὁ, αυτός που εργάζεται μαζί με κάποιον, [[βοηθός]], [[αρωγός]], σε Σοφ., Ευρ.· με γεν., [[συμμέτοχος]], συμπράττων, [[βοηθός]], [[συνεργός]] σε [[κάτι]], σε Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''συνεργάτης''': [ᾰ], -ου, ὁ, ὁ [[ὁμοῦ]] συνεργαζόμενος, [[συμβοηθός]], πεμφθείς σοι ξυνεργάτης Σοφ. Φιλ. 93· σκότον ξ. Εὐρ. Ἱππ. 417· μετὰ γεν. πράγματος, βοηθός, συνεργὸς εἴς τι, ἄγρας ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 1146· [[οὕτως]] ἐν τῷ θηλ. συνεργάτις, ιδος, ἡ, συνεργάτις φόνου ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 100. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 22:35, 2 October 2022
English (LSJ)
[ᾰ], ου, ὁ, fellow-workman, helpmate, πεμφθεὶς . . σοὶ ξ. S.Ph.93; σκότος ξ. E.Hipp.417: c. gen. rei, an accomplice or assistant in, ἄγρας Id.Ba.1146; fem., συνεργάτις φόνου Id.El.100.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
c. συνεργός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνεργάτης -ου, ὁ [συνεργάζομαι] medewerker, handlanger.
Russian (Dvoretsky)
συνεργάτης: ου (ᾰ) ὁ сотрудник, тж. соучастник помощник (πεμφθεὶς ξ. τινί Soph.): ὁ σκότος ὁ σ. Eur. тьма, служащая покровом; ὁ ξ. τινός Eur. помощник в чем-л.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, θηλ. συνεργάτιδα και συνεργάτρια και συνεργάτισσα Ν, συνεργάτις, -ιδος, Α συνεργάζομαι
αυτός που συνεργάζεται με άλλους για την επίτευξη κοινού έργου (α. «εργάζεται αποδοτικά κι αυτός και οι συνεργάτες του» β. «τὸν ξυνεργάτην ἄγρας», Ευρ.)
νεοελλ.
αυτός που δίνει συνεργασία σε ένα ίδρυμα ή σε μια επιχείρηση.
Greek Monotonic
συνεργάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, αυτός που εργάζεται μαζί με κάποιον, βοηθός, αρωγός, σε Σοφ., Ευρ.· με γεν., συμμέτοχος, συμπράττων, βοηθός, συνεργός σε κάτι, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
συνεργάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, ὁ ὁμοῦ συνεργαζόμενος, συμβοηθός, πεμφθείς σοι ξυνεργάτης Σοφ. Φιλ. 93· σκότον ξ. Εὐρ. Ἱππ. 417· μετὰ γεν. πράγματος, βοηθός, συνεργὸς εἴς τι, ἄγρας ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 1146· οὕτως ἐν τῷ θηλ. συνεργάτις, ιδος, ἡ, συνεργάτις φόνου ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 100.
Middle Liddell
συν-εργᾰ́της, ου, ὁ,
a fellow-workman, helpmate, coadjutor, Soph., Eur.; c. gen. an accomplice or assistant in a thing, Eur.