διατινάσσω: Difference between revisions

From LSJ

ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών → get lost, buzz off, on yer bike, bug off, bugger off, clear out, clear off, take a hike, beat it, scram, get out of here, get outta here

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> διετίναξα;<br />secouer en tous sens : [[κάρα]] δ. [[ἄνω]] [[κάτω]] EUR faire de la tête des signes véhéments.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[τινάσσω]].
|btext=<i>ao.</i> διετίναξα;<br />secouer en tous sens : [[κάρα]] δ. [[ἄνω]] [[κάτω]] EUR faire de la tête des signes véhéments.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[τινάσσω]].
}}
{{elnl
|elnltext=δια-τινάσσω hevig doen schudden, verbrijzelen, ook in tmes.:. ἐπὴν σχεδίην... διὰ κῦμα τινάξῃ toen een golf het vlot verbrijzeld had Od. 5.363; κάρα διετίναξ’ ἄνω κάτω hij schudde zijn hoofd op en neer Eur. IT 282.
}}
{{elru
|elrutext='''διατῐνάσσω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[расшатывать]], [[разносить в щепы]] ([[σχεδίην]] Hom. - in tmesi; μέλαθρα διατινάξεται Eur.; πάντα χαλάσει διατιναχθέντα Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[качать]], [[мотать]] ([[κάρα]] [[ἄνω]] [[κάτω]] Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διατῐνάσσω:''' μέλ. <i>-ξω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[τινάζω]] [[δυνατά]], [[συντρίβω]] τινάζοντας, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.· Μέσ. μέλ. με Παθ. [[σημασία]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[κουνώ]] με [[βία]], [[αναταράζω]] με [[δύναμη]], στον ίδ.
|lsmtext='''διατῐνάσσω:''' μέλ. <i>-ξω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[τινάζω]] [[δυνατά]], [[συντρίβω]] τινάζοντας, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.· Μέσ. μέλ. με Παθ. [[σημασία]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[κουνώ]] με [[βία]], [[αναταράζω]] με [[δύναμη]], στον ίδ.
}}
{{elnl
|elnltext=δια-τινάσσω hevig doen schudden, verbrijzelen, ook in tmes.:. ἐπὴν σχεδίην... διὰ κῦμα τινάξῃ toen een golf het vlot verbrijzeld had Od. 5.363; κάρα διετίναξ’ ἄνω κάτω hij schudde zijn hoofd op en neer Eur. IT 282.
}}
{{elru
|elrutext='''διατῐνάσσω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[расшатывать]], [[разносить в щепы]] ([[σχεδίην]] Hom. - in tmesi; μέλαθρα διατινάξεται Eur.; πάντα χαλάσει διατιναχθέντα Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[качать]], [[мотать]] ([[κάρα]] [[ἄνω]] [[κάτω]] Eur.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ξω<br /><b class="num">I.</b> to [[shake]] [[asunder]], [[shake]] to pieces, Od., Eur.:—fut. mid. in [[pass]]. [[sense]], Eur.<br /><b class="num">II.</b> to [[shake]] [[violently]], Eur.
|mdlsjtxt=fut. ξω<br /><b class="num">I.</b> to [[shake]] [[asunder]], [[shake]] to pieces, Od., Eur.:—fut. mid. in [[pass]]. [[sense]], Eur.<br /><b class="num">II.</b> to [[shake]] [[violently]], Eur.
}}
}}

Revision as of 23:15, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διατῐνάσσω Medium diacritics: διατινάσσω Low diacritics: διατινάσσω Capitals: ΔΙΑΤΙΝΑΣΣΩ
Transliteration A: diatinássō Transliteration B: diatinassō Transliteration C: diatinasso Beta Code: diatina/ssw

English (LSJ)

A shake asunder, shake to pieces, ἐπὴν σχεδίην… διὰ κῦμα τινάξῃ Od.5.363; τὰ δώματα E.Ba.606: fut. Med. in pass. sense, ib.587 (lyr.). II shake violently, κάρα δ. ἄνω κάτω Id.IT282; shake out, στρώματα Hierocl.p.63A.

Spanish (DGE)

(διατῐνάσσω) 1 tr. en v. act. sacudir violentamente hasta deshacer, hacer tambalearse ἐπὴν σχεδίην ... διὰ κῦμα τινάξῃ Od.5.363 (tm.), δῶμα E.Ba.606, en v. pas. τὰ Πενθέως μέλαθρα διατινάξεται el palacio de Penteo será destruido E.Ba.587
gener. agitar, sacudir κάρα ... ἄνω κάτω E.IT 282, στρώματα Hierocl.Exc.63.20, cf. Aristo Phil.13.3, Alciphr.4.19.2, Heb.Ib.16.12, en v. pas. πάντα χαλάσει διατιναχθέντα Plu.2.321e
por ext. tañer ταῖς χερσὶ τὰς χορδάς Ach.Tat.1.5.4.
2 intr. en v. med.-pas. agitarse, moverse al bailar, Aq.2Re.6.16, (νοσῶν) ἔφη ... διατετινάχθαι (el enfermo) dijo que sufría convulsiones Aesop.180.

German (Pape)

[Seite 607] durch-, hin- u. herschütteln; ἄνω κάτω Eur. I. T. 282; δῶμα Bacch. 606; διατετινάχθαι Aesop. 43; – auseinander schütteln, zertrümmern, σχεδίην Od. 5, 363, in tmesi; μέλαθρα διατινάξεται Eur. Bacch. 587.

French (Bailly abrégé)

ao. διετίναξα;
secouer en tous sens : κάρα δ. ἄνω κάτω EUR faire de la tête des signes véhéments.
Étymologie: διά, τινάσσω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-τινάσσω hevig doen schudden, verbrijzelen, ook in tmes.:. ἐπὴν σχεδίην... διὰ κῦμα τινάξῃ toen een golf het vlot verbrijzeld had Od. 5.363; κάρα διετίναξ’ ἄνω κάτω hij schudde zijn hoofd op en neer Eur. IT 282.

Russian (Dvoretsky)

διατῐνάσσω:
1) расшатывать, разносить в щепы (σχεδίην Hom. - in tmesi; μέλαθρα διατινάξεται Eur.; πάντα χαλάσει διατιναχθέντα Plut.);
2) качать, мотать (κάρα ἄνω κάτω Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

διατῐνάσσω: μέλλ. -ξω, τινάσσω δυνατά, τινάσσων συντρίβω, ἐπὴν σχεδίην… διὰ κῦμα τινάξῃ Ὀδ. Ε. 363· τά δώματα Εὐρ. Βάκχ. 600· μέσ. μέλλ. μετὰ παθ. σημασ., αὐτόθι 588. ΙΙ. κινῶ μετὰ βίας, κάρα δ. ἄνω κάτω ὁ αὐτ. Ι. Τ. 282.

Greek Monolingual

διατινάσσω (Α)
1. τινάσσω ισχυρά, συντρίβω τινάζοντας
2. σείω, κινώ βίαια.

Greek Monotonic

διατῐνάσσω: μέλ. -ξω,
I. τινάζω δυνατά, συντρίβω τινάζοντας, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.· Μέσ. μέλ. με Παθ. σημασία, στον ίδ.
II. κουνώ με βία, αναταράζω με δύναμη, στον ίδ.

Middle Liddell

fut. ξω
I. to shake asunder, shake to pieces, Od., Eur.:—fut. mid. in pass. sense, Eur.
II. to shake violently, Eur.