σηκάζω: Difference between revisions

From LSJ

Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn

Menander, Monostichoi, 529
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=enfermer dans un parc <i>ou</i> dans une étable, parquer.<br />'''Étymologie:''' [[σηκός]].
|btext=enfermer dans un parc <i>ou</i> dans une étable, parquer.<br />'''Étymologie:''' [[σηκός]].
}}
{{elnl
|elnltext=σηκάζω [σηκός] poët. aor. pass. 3 plur. σήκασθεν, opsluiten (binnen een omheining).
}}
{{elru
|elrutext='''σηκάζω:''' [[σηκός]] досл. загонять в стойло, перен. запирать ([[ὥσπερ]] ἐν αὐλίῳ Xen.); [[σήκασθεν]] (= ἐσηκάσθησαν) κατὰ [[Ἴλιον]] Hom. (троянцы) оказались (бы) запертыми в Илионе.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σηκάζω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[σηκός]]), [[εγκλείω]] σε περιφραγμένο χώρο, σε [[μαντρί]], [[μαντρώνω]] — Παθ., [[σήκασθεν]] (αντί <i>ἐσηκάσθησαν</i>) κατὰ [[Ἴλιον]], εγκλωβίστηκαν στο [[Ίλιον]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἐν αὐλίῳ σηκασθέντες</i>, σε Ξεν.
|lsmtext='''σηκάζω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[σηκός]]), [[εγκλείω]] σε περιφραγμένο χώρο, σε [[μαντρί]], [[μαντρώνω]] — Παθ., [[σήκασθεν]] (αντί <i>ἐσηκάσθησαν</i>) κατὰ [[Ἴλιον]], εγκλωβίστηκαν στο [[Ίλιον]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἐν αὐλίῳ σηκασθέντες</i>, σε Ξεν.
}}
{{elnl
|elnltext=σηκάζω [σηκός] poët. aor. pass. 3 plur. σήκασθεν, opsluiten (binnen een omheining).
}}
{{elru
|elrutext='''σηκάζω:''' [[σηκός]] досл. загонять в стойло, перен. запирать ([[ὥσπερ]] ἐν αὐλίῳ Xen.); [[σήκασθεν]] (= ἐσηκάσθησαν) κατὰ [[Ἴλιον]] Hom. (троянцы) оказались (бы) запертыми в Илионе.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[σηκάζω]], fut. -σω [[σηκός]]<br />to [[shut]] up in a pen: Pass., [[σήκασθεν]] (for ἐσηκάσθησαν) κατὰ [[Ἴλιον]] were cooped up in [[Ilium]], Il.; ἐν αὐλίῳ σηκασθέντες Xen.
|mdlsjtxt=[[σηκάζω]], fut. -σω [[σηκός]]<br />to [[shut]] up in a pen: Pass., [[σήκασθεν]] (for ἐσηκάσθησαν) κατὰ [[Ἴλιον]] were cooped up in [[Ilium]], Il.; ἐν αὐλίῳ σηκασθέντες Xen.
}}
}}

Revision as of 23:55, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σηκάζω Medium diacritics: σηκάζω Low diacritics: σηκάζω Capitals: ΣΗΚΑΖΩ
Transliteration A: sēkázō Transliteration B: sēkazō Transliteration C: sikazo Beta Code: shka/zw

English (LSJ)

(σηκός) shut up in a pen, καί νύ κε σήκασθεν (for ἐσηκάσθησαν) κατὰ Ἴλιον ἠΰτε ἄρνες Il.8.131; ὥσπερ ἐν αὐλίῳ σηκασθέντες X.HG 3.2.4; σηκάζειν πυρούς τε καὶ ἀστάχυας κατ' ἀλωάς Orph.Fr.268.

German (Pape)

[Seite 873] einstallen, in einen Stall treiben u. einsperren; καὶ νύ κε σήκασθεν (ἐσηκάσθησαν) κατὰ Ἴλιον, ἠΰτε ἄρνες, Il. 8, 131; Xen. Hell. 3, 2, 4 ὥςπερ ἐν αὐλίῳ σηκασθέντες.

French (Bailly abrégé)

enfermer dans un parc ou dans une étable, parquer.
Étymologie: σηκός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σηκάζω [σηκός] poët. aor. pass. 3 plur. σήκασθεν, opsluiten (binnen een omheining).

Russian (Dvoretsky)

σηκάζω: σηκός досл. загонять в стойло, перен. запирать (ὥσπερ ἐν αὐλίῳ Xen.); σήκασθεν (= ἐσηκάσθησαν) κατὰ Ἴλιον Hom. (троянцы) оказались (бы) запертыми в Илионе.

Greek (Liddell-Scott)

σηκάζω: (σηκὸς) ὁδηγῶ εἰς μάνδρας καὶ κλείω ἐν αὐτῇ, ὅθεν καθόλου, ἐγκλείω εἰς μάνδραν, «μανδρώνω», περικλείω, σήκασθεν (ἀντὶ ἐσηκάσθησαν) κατὰ Ἴλιον, ἐκλείσθησαν, Ἰλ. Θ. 131· ἐν αὐλίῳ σηκασθέντες Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 4.

English (Autenrieth)

(σηκός), pass. aor. 3 pl. σήκασθεν: pen up, Il. 8.131†.

Greek Monolingual

Α σηκός
(επικ. τ.)
1. οδηγώ και κλείνω μέσα σε μάντρα, μαντρώνωὥσπερ ἐν αὐλίῳ σηκασθέντες», Ξεν.)
2. περιφράσσω («σηκάζειν πυρούς τε καὶ ἀστάχυας κατ' ἀλωάς», Ορφ.).

Greek Monotonic

σηκάζω: μέλ. -σω (σηκός), εγκλείω σε περιφραγμένο χώρο, σε μαντρί, μαντρώνω — Παθ., σήκασθεν (αντί ἐσηκάσθησαν) κατὰ Ἴλιον, εγκλωβίστηκαν στο Ίλιον, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐν αὐλίῳ σηκασθέντες, σε Ξεν.

Middle Liddell

σηκάζω, fut. -σω σηκός
to shut up in a pen: Pass., σήκασθεν (for ἐσηκάσθησαν) κατὰ Ἴλιον were cooped up in Ilium, Il.; ἐν αὐλίῳ σηκασθέντες Xen.