συγκαταλαμβάνω: Difference between revisions

From LSJ

δεξιὸν εἰς ὑπόδημα, ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα → the right foot into a shoe, the left into a foot-bath | of one who is ready for anything

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=s'emparer en même temps de ; <i>t. milit.</i> occuper en même temps, acc..<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[καταλαμβάνω]].
|btext=s'emparer en même temps de ; <i>t. milit.</i> occuper en même temps, acc..<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[καταλαμβάνω]].
}}
{{elnl
|elnltext=συγ-καταλαμβάνω, Att. ook ξυγκαταλαμβάνω samen de hand leggen op, samen in bezit nemen. Xen. Cyr. 4.2.42. volledig innemen. Thuc. 7.26.3.
}}
{{elru
|elrutext='''συγκαταλαμβάνω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[вместе завладевать]], [[одновременно захватывать]] (τὸ [[χωρίον]] Thuc.; sc. τὰ χρήματα Xen.);<br /><b class="num">2)</b> (одновременно), [[охватывать]], [[содержать]], (в себе) Diog. L.;<br /><b class="num">3)</b> [[заключать из предпосылок]], [[умозаключать]] Polyb.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συγκαταλαμβάνω:''' μέλ. -[[λήψομαι]], [[αρπάζω]], [[καταλαμβάνω]] [[κάτι]] από κοινού, σε Ξεν.· [[καταλαμβάνω]] συγχρόνως, συγκυριεύω, [[συλλαμβάνω]], λέγεται με στρατιωτική [[σημασία]], σε Θουκ.
|lsmtext='''συγκαταλαμβάνω:''' μέλ. -[[λήψομαι]], [[αρπάζω]], [[καταλαμβάνω]] [[κάτι]] από κοινού, σε Ξεν.· [[καταλαμβάνω]] συγχρόνως, συγκυριεύω, [[συλλαμβάνω]], λέγεται με στρατιωτική [[σημασία]], σε Θουκ.
}}
{{elnl
|elnltext=συγ-καταλαμβάνω, Att. ook ξυγκαταλαμβάνω samen de hand leggen op, samen in bezit nemen. Xen. Cyr. 4.2.42. volledig innemen. Thuc. 7.26.3.
}}
{{elru
|elrutext='''συγκαταλαμβάνω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[вместе завладевать]], [[одновременно захватывать]] (τὸ [[χωρίον]] Thuc.; sc. τὰ χρήματα Xen.);<br /><b class="num">2)</b> (одновременно), [[охватывать]], [[содержать]], (в себе) Diog. L.;<br /><b class="num">3)</b> [[заключать из предпосылок]], [[умозаключать]] Polyb.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -[[λήψομαι]]<br />to [[seize]], [[take]] [[possession]] of [[together]], Xen.: to [[occupy]] at the [[same]] [[time]], in a [[military]] [[sense]], Thuc.
|mdlsjtxt=fut. -[[λήψομαι]]<br />to [[seize]], [[take]] [[possession]] of [[together]], Xen.: to [[occupy]] at the [[same]] [[time]], in a [[military]] [[sense]], Thuc.
}}
}}

Revision as of 00:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκαταλαμβάνω Medium diacritics: συγκαταλαμβάνω Low diacritics: συγκαταλαμβάνω Capitals: ΣΥΓΚΑΤΑΛΑΜΒΑΝΩ
Transliteration A: synkatalambánō Transliteration B: synkatalambanō Transliteration C: sygkatalamvano Beta Code: sugkatalamba/nw

English (LSJ)

A seize, take possession of together, X.Cyr.4.2.42; occupy at the same time, in a military sense, τὸ χωρίον Th.7.26; τὴν πόλιν Isoc.19.19. 2 comprehend together with, τινι D.L.9.97 (Pass.). 3 take in with, τὰ συγκαταλαμβανόμενα τῶν πνευμάτων αὐτοῖς the air which they have taken in with their food, Diocl.Fr.141.

German (Pape)

[Seite 965] (s. λαμβάνω), zusammen wegnehmen, κοινῶν τῶν χρημάτων ὄντων τοῖς συγκατειληφόσι, Xen. Cyr. 4, 2, 27; – mit zusammenfassen, einbegreifen, dah. mit Mauern umgeben, Thuc. 6, 26.

French (Bailly abrégé)

s'emparer en même temps de ; t. milit. occuper en même temps, acc..
Étymologie: σύν, καταλαμβάνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγ-καταλαμβάνω, Att. ook ξυγκαταλαμβάνω samen de hand leggen op, samen in bezit nemen. Xen. Cyr. 4.2.42. volledig innemen. Thuc. 7.26.3.

Russian (Dvoretsky)

συγκαταλαμβάνω:
1) вместе завладевать, одновременно захватывать (τὸ χωρίον Thuc.; sc. τὰ χρήματα Xen.);
2) (одновременно), охватывать, содержать, (в себе) Diog. L.;
3) заключать из предпосылок, умозаключать Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

συγκαταλαμβάνω: μέλλ. -λήψομαι, καταλαμβάνω ὁμοῦ, λαμβάνω καὶ κατέχω ὁμοῦ, Ξεν. Κύρ. 4. 5, 42· καταλαμβάνω, λαμβάνω ὑπὸ τὴν κατοχήν μου συγχρόνως, ἐπὶ στρατιωτικῆς σημασίας, τὸ χωρίον Θουκ. 7. 26· τὴν πόλιν Ἰσοκρ. 488Α. 2) συμπεριλαμβάνω, τινὶ Διογ. Λ. 9. 97, ἐν τῷ παθ. 3) συμπεραίνω ἐκ δεδομένων, Πολυβ. Ἐκλογ. Βατ. σ. 394.

Greek Monolingual

Α
1. καταλαμβάνω μαζί με κάποιον («ὧν οὐκ ἀγνοῳ ὅτι δυνατὸν ἡμῖν κοινῶν ὄντων τοῖς συγκατειληφόσι νοσφίσασθαι», Ξεν.)
2. κυριεύω συγχρόνως, παίρνω στην κατοχή μου συγχρόνως με άλλον («ἐπειδή ξυγκατέλαβε τὸ χωρίον παρέπλει ἐπί τῆς Κερκύρας», Θουκ.)
3. συμπεριλαμβάνω
4. παίρνω κάτι μαζί με άλλον
5. συμπεραίνω από δεδομένα.

Greek Monotonic

συγκαταλαμβάνω: μέλ. -λήψομαι, αρπάζω, καταλαμβάνω κάτι από κοινού, σε Ξεν.· καταλαμβάνω συγχρόνως, συγκυριεύω, συλλαμβάνω, λέγεται με στρατιωτική σημασία, σε Θουκ.

Middle Liddell

fut. -λήψομαι
to seize, take possession of together, Xen.: to occupy at the same time, in a military sense, Thuc.