συμμιμητής: Difference between revisions
Άνδρα μοι ἒννεπε, Μούσα, πολὺτροπον, ... → Tell me, o Muse, of that ingenious hero, ... (Homer's Odyssey)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />imitateur avec d'autres.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], μιμέω. | |btext=οῦ (ὁ) :<br />imitateur avec d'autres.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], μιμέω. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συμμιμητής -οῦ, ὁ [συμμιμέομαι] navolger. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συμμῑμητής:''' οῦ ὁ [[подражатель]] (σ. τινι [[γενέσθαι]] NT). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 30: | Line 36: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συμμῑμητής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που μιμείται από κοινού, [[μιμητής]] από κοινού, σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''συμμῑμητής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που μιμείται από κοινού, [[μιμητής]] από κοινού, σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 00:00, 3 October 2022
English (LSJ)
οῦ, ὁ, joint imitator, Ep.Phil.3.17.
German (Pape)
[Seite 983] ὁ, der mit oder zugleich Nachahmende (?).
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
imitateur avec d'autres.
Étymologie: σύν, μιμέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμμιμητής -οῦ, ὁ [συμμιμέομαι] navolger.
Russian (Dvoretsky)
συμμῑμητής: οῦ ὁ подражатель (σ. τινι γενέσθαι NT).
Greek (Liddell-Scott)
συμμῑμητής: -οῦ, ὁ, ὁ ἀπὸ κοινοῦ μιμητής, Ἐπιστ. πρ. Φιλιππ. γ΄, 17.
English (Strong)
from a presumed compound of σύν and μιμέομαι; a co-imitator, i.e. fellow votary: follower together.
English (Thayer)
(συμμορφίζω) (Tdf. συνμορφίζω (cf. σύν, II. at the end)): present passive participle συμμορφιζόμενος; (σύμμορφος); to bring to the same form with some other person or thing, to render like (Vulg. configuro): τίνι (R. V. becoming conformed unto), L T Tr WH. Not found elsewhere.
Greek Monolingual
ὁ, Α συμμιμοῦμαι
ο από κοινού με άλλον μιμητής («συμμιμηταί μου γίνεσθε, ἀδελφοί», ΚΔ).
Greek Monotonic
συμμῑμητής: -οῦ, ὁ, αυτός που μιμείται από κοινού, μιμητής από κοινού, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
συμ-μῑμητής, οῦ, ὁ,
a joint-imitator, NTest.
Chinese
原文音譯:summimht»j 沁-米姆帖士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:共同-模仿(者)
字義溯源:一同模仿者,一同效法;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(μιμέομαι)=模仿)組成,而 (μιμέομαι)出自(μιμνῄσκομαι)X*=效法)
出現次數:總共(1);腓(1)
譯字彙編:
1) 一同效法(1) 腓3:17