στριβιλικίγξ: Difference between revisions
Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>adv.</i><br /><i>dans la locution</i> οὐδ’ ἂν [[στριβιλικίγξ]] AR pas même un rien, pas un chouïa.<br />'''Étymologie:''' DELG invention pop. ou du poète. | |btext=<i>adv.</i><br /><i>dans la locution</i> οὐδ’ ἂν [[στριβιλικίγξ]] AR pas même un rien, pas un chouïa.<br />'''Étymologie:''' DELG invention pop. ou du poète. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=στριβιλικίγξ [kom. woordvorming] alleen adv. met ontk. οὐδ’ ἄν στρ. zelfs geen greintje, zelfs geen ziertje. Aristoph. Ach. 1035. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''στρῐβῐλῐκίγξ:''' indecl. шутл. ничто, пшик: οὐδ᾽ ἂν σ. Arph. ни черта. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''στρῐβῐλῐκίγξ:''' κωμική [[λέξη]], <i>οὐδ' ἄν στρῐβῐλῐκίγξ</i>, [[ούτε]] κατ' ελάχιστον, [[ούτε]] γρυ, [[καθόλου]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''στρῐβῐλῐκίγξ:''' κωμική [[λέξη]], <i>οὐδ' ἄν στρῐβῐλῐκίγξ</i>, [[ούτε]] κατ' ελάχιστον, [[ούτε]] γρυ, [[καθόλου]], σε Αριστοφ. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |
Revision as of 00:05, 3 October 2022
English (LSJ)
Comic word, οὐδ' ἂν σ. not the least, not a fraction, Ar.Ach.1035: Sch. cites also στρίβος, a weak fine voice; comparing also λίκιγξ, a bird's voice.
German (Pape)
[Seite 954] nur Ar. Ach. 999, οὐδ' ἂν στριβ., auch nicht das Geringste, nach dem Schol. zusammengesetzt aus στρίβος u. λίκιγξ, welches Wort er durch ἡ ἐλαχίστη βοὴ τοῦ ὀρνέου erklärt.
French (Bailly abrégé)
adv.
dans la locution οὐδ’ ἂν στριβιλικίγξ AR pas même un rien, pas un chouïa.
Étymologie: DELG invention pop. ou du poète.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στριβιλικίγξ [kom. woordvorming] alleen adv. met ontk. οὐδ’ ἄν στρ. zelfs geen greintje, zelfs geen ziertje. Aristoph. Ach. 1035.
Russian (Dvoretsky)
στρῐβῐλῐκίγξ: indecl. шутл. ничто, пшик: οὐδ᾽ ἂν σ. Arph. ни черта.
Greek (Liddell-Scott)
στρῐβῐλῐκίγξ: κωμικὴ λέξις, οὐδ’ ἂν στριβιλικίγξ, οὐδ’ ἐλάχιστον μέρος, οὐδὲ γρῦ, οὐδόλως, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1035· ὁ Σχολ. ἐν τόπῳ μνημονεύει καὶ στρίβος, ἀσθενής, λεπτὴ φωνή· παραβάλλων καὶ τὸ λίκιγξ, φωνὴ πτηνοῦ.
Greek Monolingual
Α
(στον Αριστοφ.) (κωμική λ.) (κυρίως στη φρ.) «οὐ δ' ἄν στριβιλικίγξ» — ούτε ελάχιστο, καθόλου, τίποτε.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. της καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων, σχηματισμένος πιθ. «ποιητικῇ ἀδείᾳ», όπως δηλώνουν το επίθημα -ιγξ (πρβλ. στρίγξ, λίκιγξ) και η ομοιοκαταληξία τών συλλαβών σε -ι].
Greek Monotonic
στρῐβῐλῐκίγξ: κωμική λέξη, οὐδ' ἄν στρῐβῐλῐκίγξ, ούτε κατ' ελάχιστον, ούτε γρυ, καθόλου, σε Αριστοφ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: ?
Meaning: joking expression (Augenblicksbildung?) for the smallest conceivable quantity of a fluidity, "little drop" (Ar. Ach. 1035).
Origin: ONOM [onomatopoia, and other elementary formations].
Etymology: Formation like φῦσιγξ, κύστιγξ a.o. Sch. ad loc. still mentions λίκιγξ = ἡ ἐλαχίστη βοη τῶν ὀρνέων and στρίβος λεπτη καὶ ὀξεῖα φωνή (cf. ὄτοβος a.o.); both sound-imitating with repeted ι-vowel. Cf. 1. στρίγξ.
Middle Liddell
Comic word, οὐδ' ἂν στριβιλικίγξ not the least, not a fraction, Ar.
Frisk Etymology German
στριβιλικίγξ: {stribilikígks}
Meaning: scherzhafter Ausdruck (Augenblicksbildung?) für die denkbar kleinste Quantität einer Flüssigkeit, "Tröpfchen" (Ar. Ach. 1035).
Etymology: Bildung wie φῦσιγξ, κύστιγξ u.a. Sch. z. St. erwähnt noch λίκιγξ = ἡ ἐλαχίστη βοὴ τῶν ὀρνέων und στρίβος· λεπτὴ καὶ ὀξεῖα φωνή (vgl. ὄτοβος u.a.); beide lautmalend mit wiederholtem ι-Vokal. Vgl. 1. στρίγξ.
Page 2,810