καταπέλτης: Difference between revisions

From LSJ

Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand

Menander, Monostichoi, 543
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=v. [[καταπάλτης]].
|btext=v. [[καταπάλτης]].
}}
{{elnl
|elnltext=καταπέλτης zie καταπάλτης.
}}
{{elru
|elrutext='''καταπέλτης:''' [[varia lectio|v.l.]] [[κατα]]-πάλτης, ου ὁ (лат. [[catapulta]]) катапельт или катапульта<br /><b class="num">1)</b> [[стрелометательная машина]] Arst., Polyb., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> [[орудие пытки]] Diod.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[καταπέλτης]], Α και <b>επιγρ.</b> [[καταπάλτης]])<br />πολεμική [[μηχανή]] με την οποία εξακόντιζαν βέλη ή πέτρες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ναυτ.</b> [[μηχανισμός]] τών αεροπλανοφόρων ο [[οποίος]] χρησιμοποιείται για την [[εκτίναξη]] και [[απονήωση]] τών αεροπλάνων<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> (για απροσδόκητη [[συμφορά]]) «μού ήλθε [[καταπέλτης]]» — μέ βρήκε [[ξαφνικά]] [[χωρίς]] να το [[περιμένω]], μέ άφησε κατάπληκτο<br /><b>μσν.</b><br />[[βασανιστήριο]] όργανο με το οποίο εξάρθρωναν τα [[μέλη]] τών καταδίκων<br /><b>αρχ.</b><br />το [[βέλος]] ή το [[βλήμα]] πολεμικής μηχανής που εξακόντιζε βέλη, τα [[βλήμα]] καταπέλτη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[πέλτης]] / -<i>πάλτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πάλλω]] «[[στριφογυρίζω]]»), τ. που απαντά μόνο στο [[παρόν]] σύνθ. ουσ.].
|mltxt=ο (AM [[καταπέλτης]], Α και <b>επιγρ.</b> [[καταπάλτης]])<br />πολεμική [[μηχανή]] με την οποία εξακόντιζαν βέλη ή πέτρες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ναυτ.</b> [[μηχανισμός]] τών αεροπλανοφόρων ο [[οποίος]] χρησιμοποιείται για την [[εκτίναξη]] και [[απονήωση]] τών αεροπλάνων<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> (για απροσδόκητη [[συμφορά]]) «μού ήλθε [[καταπέλτης]]» — μέ βρήκε [[ξαφνικά]] [[χωρίς]] να το [[περιμένω]], μέ άφησε κατάπληκτο<br /><b>μσν.</b><br />[[βασανιστήριο]] όργανο με το οποίο εξάρθρωναν τα [[μέλη]] τών καταδίκων<br /><b>αρχ.</b><br />το [[βέλος]] ή το [[βλήμα]] πολεμικής μηχανής που εξακόντιζε βέλη, τα [[βλήμα]] καταπέλτη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[πέλτης]] / -<i>πάλτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πάλλω]] «[[στριφογυρίζω]]»), τ. που απαντά μόνο στο [[παρόν]] σύνθ. ουσ.].
}}
{{elru
|elrutext='''καταπέλτης:''' [[varia lectio|v.l.]] [[κατα]]-πάλτης, ου ὁ (лат. [[catapulta]]) катапельт или катапульта<br /><b class="num">1)</b> [[стрелометательная машина]] Arst., Polyb., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> [[орудие пытки]] Diod.
}}
{{elnl
|elnltext=καταπέλτης zie καταπάλτης.
}}
}}

Revision as of 11:10, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπέλτης Medium diacritics: καταπέλτης Low diacritics: καταπέλτης Capitals: ΚΑΤΑΠΕΛΤΗΣ
Transliteration A: katapéltēs Transliteration B: katapeltēs Transliteration C: katapeltis Beta Code: katape/lths

English (LSJ)

v. καταπάλτης.

German (Pape)

[Seite 1368] ὁ (πάλλω?), die Katapulte, eine Wurfmaschine, die, mit Sehnen bespannt, Pfeile u. dgl. schleudert; ὁ τὸν καταπέλτην βουλόμενος ἀφεῖναι Arist. Eth. 3, 1; Pol. 1, 53, 11 u. öfter, wie Sp., vgl. Vitruv. 10, 15. 18; οὔδ' εἰ καταπέλτην ὑπομένοιεν S. Emp. adv. gr. 145. – Auch ein Marterwerkzeug, D. Sic. 20, 71 Charit. 3, 4.

French (Bailly abrégé)

v. καταπάλτης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταπέλτης zie καταπάλτης.

Russian (Dvoretsky)

καταπέλτης: v.l. κατα-πάλτης, ου ὁ (лат. catapulta) катапельт или катапульта
1) стрелометательная машина Arst., Polyb., Plut.;
2) орудие пытки Diod.

Greek (Liddell-Scott)

καταπέλτης: -ου, (ἐκ τοῦ καταπάλλω, διὸ καὶ φέρεται ἡ γραφή: καταπάλτης ἐν Ἐπιγραφῖς, Συλλογ. Ἐπιγραφ. 2360, 36, Ussing Ἀττ. Ἐπιγράμ. 57, 14)·- πολεμικὴ μηχανὴ δι’ ἧς ἔπαλλον, ἐξηκόντιζον βέλη, Λατ. catapulta, κατὰ πρῶτον ἀναφερόμενος ὑπὸ ποιητῶν τῆς μέσης Κωμῳδίας, ὁπότε ἡ Μακεδονικὴ δύναμις ἤρξατο γινομένη ἐπίφοβος, Μνησίμ. ἐν «Φιλίππ.» 1, Τιμοκλ. «ἐν Ἡρ.» κ. ἀφιέναι Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 1, 17· πρβλ. Ἀκουστ. 9, Peirzon. εἰς Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 6, 16, Wess. 14, 42· καταπέλτας καὶ πετροβολικὰ ὄργανα Πολύβ. 1. 53, 11· καταπέλται τριπήχεις 5. 88, 7· καὶ πετροβόλους καταπέλτας Διόδ. 17. 45· καταπέλται ὀξυβελεῖς Ἀππ. Ἱσπ. 92· μεταφορ., οἱ λόγοι τοῦ Δημοσθένους, ὥσπερ καταπέλται καὶ κριοὶ διέσειον καὶ κατήραττον τὰ βουλεύματα τοῦ Φιλίππου Λουκ. (;) 1, 915· ὅταν πολιορκῇ Ἀθήνας μυρίαις πανοπλίαις καὶ τοῖς ἴσοις καταπέλταις καὶ πᾶσι τοῖς ἄλλοις βέλεσιν εἰς τὸν πόλεμον ἱκανοῖς Ἀθήν. 12. (538, Β)· κατ. Μακεδονικοὶ Πολυδ. Α', 139· ἐν Ἐπιγρ. εὕρηται καί. κ. λιθοβόλοι, ὀξυβόλοι, εἰς τοὺς καταπέλτας νευρὰς ἐπέδωκεν Dittenb. 2) τὸ βέλοςβλῆμα καθόλου τοῦ καταπέλτου, Ἡσύχ. ΙΙ. βασανιστήριόν τι ὄργανον, ὡς ὅπλον, χαλκοῦν, ἐν ᾧ ἐξαρθροῦσι τὰ μέλη οι δήμιοι, ἣν οὐδὲν ἔκαμψεν, οὐδὲν ἐμαλάκισεν οὐκ ἀρθρέμβολον προτεινόμενον, οὐ τροχοὶ προβαλλόμενοι οὐ καταπέλται Γρηγορ. Ἐγκώμ. εἰς Μακκ., Διόδ. 20, 71, Χαρίτων 3, 4, Ἑβδ. (Δ' Μακκ. Η', 12).

Greek Monolingual

ο (AM καταπέλτης, Α και επιγρ. καταπάλτης)
πολεμική μηχανή με την οποία εξακόντιζαν βέλη ή πέτρες
νεοελλ.
1. ναυτ. μηχανισμός τών αεροπλανοφόρων ο οποίος χρησιμοποιείται για την εκτίναξη και απονήωση τών αεροπλάνων
2. φρ. (για απροσδόκητη συμφορά) «μού ήλθε καταπέλτης» — μέ βρήκε ξαφνικά χωρίς να το περιμένω, μέ άφησε κατάπληκτο
μσν.
βασανιστήριο όργανο με το οποίο εξάρθρωναν τα μέλη τών καταδίκων
αρχ.
το βέλος ή το βλήμα πολεμικής μηχανής που εξακόντιζε βέλη, τα βλήμα καταπέλτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -πέλτης / -πάλτης (< πάλλω «στριφογυρίζω»), τ. που απαντά μόνο στο παρόν σύνθ. ουσ.].