διαπνοή: Difference between revisions
οὐετρανοὶ οἱ χωρὶς χαλκῶν → veterans who have not received bronze copies of the privileges granted on discharge
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ῆς (ἡ) :<br />transpiration, évaporation.<br />'''Étymologie:''' [[διαπνέω]]. | |btext=ῆς (ἡ) :<br />transpiration, évaporation.<br />'''Étymologie:''' [[διαπνέω]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=διαπνοή -ῆς, ἡ [διαπνέω] transpiratie. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διαπνοή:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[проток воздуха]] (διαπνοὴν [[διδόναι]] τῷ πνεύματι Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[испарение]] (τὸ οὐκ ἔχον διαπνοὴν παλαιοῦται Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[διαπνοή]]) [[διαπνέω]]<br />η [[αποβολή]] υδρατμών και διοξειδίου του άνθρακα μέσω τών πόρων τών [[φυτών]], τών ζώων και του ανθρώπου και η [[πρόσληψη]] οξυγόνου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[άδηλος]] [[διαπνοή]]» — η [[διαπνοή]], [[επειδή]] ποσοτικώς αντιστοιχεί [[προς]] το ένα εκατοστό της αναπνοής που συντελείται με τους πνεύμονες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δίοδος]] για το [[πέρασμα]] του ανέμου<br /><b>2.</b> [[εξάτμιση]]. | |mltxt=η (Α [[διαπνοή]]) [[διαπνέω]]<br />η [[αποβολή]] υδρατμών και διοξειδίου του άνθρακα μέσω τών πόρων τών [[φυτών]], τών ζώων και του ανθρώπου και η [[πρόσληψη]] οξυγόνου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[άδηλος]] [[διαπνοή]]» — η [[διαπνοή]], [[επειδή]] ποσοτικώς αντιστοιχεί [[προς]] το ένα εκατοστό της αναπνοής που συντελείται με τους πνεύμονες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δίοδος]] για το [[πέρασμα]] του ανέμου<br /><b>2.</b> [[εξάτμιση]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:12, 3 October 2022
English (LSJ)
ἡ, A outlet, vent for the wind, Arist.Mete.368b9: pl., gap, interstice, Erot. s.v. διαρόλχας; pores, Aret.CA2.7; organs of respiration, Id.SA1.5. II exhalation, Thphr.CP16.6. III transpiration, Hp.Alim.28, Alex.Aphr.Pr.2.60, Gal.15.180, Aret. SA1.10; of vapours or humours, Id.CA1.1, CD2.13. IV expulsion of flatus, Id.SD2.8.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
I paso, salida del aire ἡ γῆ ... οὐκ ἔχει διαπνοὴν οὐδεμίαν Hp.Nat.Puer.24, διὰ τὸ τὴν θάλατταν μὴ διδόναι διαπνοὴν τῷ πνεύματι al no dejar el mar paso al aire Arist.Mete.368b9, cf. Gr.Nyss.Hom. in Cant.169.13
•medic. en plu. vías respiratorias ἢν ... κλύδων δὲ ὑγρῶν ἀναπνέῃ ἐς τὰς διαπνοάς si la corriente de líquidos sube a las vías respiratorias Aret.SA 1.5.
II abstr.
1 transpiración del cuerpo humano τὰ ὑγρὰ εὔροα, καὶ πολλὴ ἡ δ. Aret.SA 1.10, τὸ δ' (ἔλαιον) οὐκ ἔχον διαπνοὴν ὑπὸ συνεχείας Plu.2.702c, cf. Gal.15.180, Alex.Aphr.Pr.2.60.
2 evaporación ὥστε διὰ πάντων εἶναι τὴν εὐωδίαν, λεπτότητός τε, καὶ χωρισμοῦ καὶ διαπνοῆς de forma que por todas estas cosas se produce la fragancia, por la ligereza, la separación y la evaporación del vino, Thphr.CP 6.16.6.
3 disipación, expulsión c. gen. δ. τῶν ἐν τῷ θώρηκι ἀτμῶν expulsión de los gases del pulmón Aret.CA 1.1.20, τῶν κακῶν χυμῶν Aret.CD 2.13.9, cf. SD 2.8.2.
German (Pape)
[Seite 596] ἡ, 1) das Durchwehen, Arist. meteor. 2, 8. – 2) das Ausathmen, Ausdünsten, Plut., Medic.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
transpiration, évaporation.
Étymologie: διαπνέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διαπνοή -ῆς, ἡ [διαπνέω] transpiratie.
Russian (Dvoretsky)
διαπνοή: ἡ
1) проток воздуха (διαπνοὴν διδόναι τῷ πνεύματι Arst.);
2) испарение (τὸ οὐκ ἔχον διαπνοὴν παλαιοῦται Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
διαπνοή: ἡ, δίοδος, τόπος πρὸς ἔξοδον τοῦ ἀνέμου, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 8, 38· οὕτω διάπνοια Πολυδ. Β΄, 219, Γεωπ. 7. 6, 10. ΙΙ. ἐξάτμισις, Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 6. 16, 6· ἱδρώς, Γαλην.
Greek Monolingual
η (Α διαπνοή) διαπνέω
η αποβολή υδρατμών και διοξειδίου του άνθρακα μέσω τών πόρων τών φυτών, τών ζώων και του ανθρώπου και η πρόσληψη οξυγόνου
νεοελλ.
φρ. «άδηλος διαπνοή» — η διαπνοή, επειδή ποσοτικώς αντιστοιχεί προς το ένα εκατοστό της αναπνοής που συντελείται με τους πνεύμονες
αρχ.
1. δίοδος για το πέρασμα του ανέμου
2. εξάτμιση.