Λέσβος: Difference between revisions

From LSJ

οὐδεὶς ἔστη παρὰ τῷ λέοντι ἡμᾶς φοβήσαντι → no one stood near the lion because it had frightened us

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ἡ) :<br />Lesbos (<i>auj.</i> Mytilini) <i>île de la mer Égée</i>.
|btext=ου (ἡ) :<br />Lesbos (<i>auj.</i> Mytilini) <i>île de la mer Égée</i>.
}}
{{elru
|elrutext='''Λέσβος:''' ἡ [[Лесбос]] (остров у берегов Мисии с главным городом [[Μυτιλήνη]]) Hom., Xen. etc.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Λέσβος:''' ἡ, [[νησί]] [[Λέσβος]], στη δυτική [[παραλία]] της Μικράς Ασίας, σε Όμηρ., κ.λπ.· επίρρ., [[Λεσβόθεν]], από τη Λέσβο, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''Λέσβος:''' ἡ, [[νησί]] [[Λέσβος]], στη δυτική [[παραλία]] της Μικράς Ασίας, σε Όμηρ., κ.λπ.· επίρρ., [[Λεσβόθεν]], από τη Λέσβο, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''Λέσβος:''' ἡ [[Лесбос]] (остров у берегов Мисии с главным городом [[Μυτιλήνη]]) Hom., Xen. etc.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[Λέσβος]], ἡ,<br />[[Lesbos]], an [[island]] on the W. [[coast]] of [[Asia]] [[Minor]], Hom., etc.
|mdlsjtxt=[[Λέσβος]], ἡ,<br />[[Lesbos]], an [[island]] on the W. [[coast]] of [[Asia]] [[Minor]], Hom., etc.
}}
}}

Revision as of 12:22, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Λέσβος Medium diacritics: Λέσβος Low diacritics: Λέσβος Capitals: ΛΕΣΒΟΣ
Transliteration A: Lésbos Transliteration B: Lesbos Transliteration C: Lesvos Beta Code: *le/sbos

English (LSJ)

ἡ, Lesbos, Il.24.544, Od.4.342, etc.; the seventh in magnitude of islands known to the Greeks, Alex.268.6:—hence Adv. Λεσβόθεν,
A from Lesbos, Il.9.664; Λεσβόθι, at Lesbos, EM25.15:—Adj. Λέσβιος, α, ον, Sapph.92, Hdt.1.23, etc.: prov., μετὰ Λέσβιον ᾠδόν, of those who are judged second best, Cratin.243; Λέσβιον κῦμα or κυμάτιον = waved moulding, cyma, v. κῦμα 1.3, A.Fr.78, Vitr.4.6.2; so τὸ Λέσβιον (without κῦμα) PCair.Zen. 445.11 (iii B.C.); Λεσβία οἰκοδομία Arist.EN1137b30; Λ. πώματος οὐκ ἔστιν ἄλλος οἶνος ἡδίων πιεῖν Alex.274, cf. Philyll.24; ἡδίων ὁ Λέσβιος = the Lesbian is the sweeter (sc. οἶνος), with a play on words, indicating a preference for Theophrastus (of Lesbos) over Eudemus (of Rhodes), Arist. ap. Gell.13.5.
II Λέσβιον, τό,
1 part of a ship, ἡ δευτέρα τρόπις acc. to Poll.1.85.
2 drinking cup, Hedyl. ap. Ath.11.486b.

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
Lesbos (auj. Mytilini) île de la mer Égée.

Russian (Dvoretsky)

Λέσβος:Лесбос (остров у берегов Мисии с главным городом Μυτιλήνη) Hom., Xen. etc.

Greek (Liddell-Scott)

Λέσβος: ἡ, νῆσος κατὰ τὴν δυτικὴν παραλίαν τῆς μικρᾶς Ἀσίας, Ὅμ., κλ.· ἡ ἑβδόμη κατὰ τὸ μέγεθος ἐκ τῶν γνωστῶν τοῖς Ἕλλησι νήσων, Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 30· ― Ἐπίρρ. Λεσβόθεν, ἐκ Λέσβου, Ἰλ. Η. 664· Λεσβόθι, ἐν Λέσβῳ, Ἐτυμολ. Μέγ. 25. 13· ― ἐπίθετ. Λέσβιος, α, ον, ἐκ Λέσβου, Ἡρόδ., κλ.· παροιμ., μετὰ Λέσβιον ᾠδόν, ἐπὶ ἐκείνων οἵτινες θεωροῦνται δεύτεροι μετὰ τοὺς ἀρίστους, ἴδε Meineke εἰς Κωμ. 2. σ. 159· Λέσβιον κῦμακυμάτιον (ἴδε ἐν λέξ. κῦμα Ι. 2), Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 72. 2, Βιτρούβ. 4. 6, 2· Λεσβία οἰκοδομὴ Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 10, 7· ― ὁ οἶνος τῆς Λέσβου μεγάλως ἐτιμᾶτο, Φιλύλλ. ἐν Ἀδήλ. 6, Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 4 κἑξ. ΙΙ. Λέσβιον, τό, 1) μέρος πλοίου, ἡ δευτέρα τρόπις κατὰ τὸν Πολυδ. Α΄, 85. 2) ποτηρίου εἶδος, Ἀνθ. Π. παράρτ. 31. 4, Ἡδύλ. παρ’ Ἀθην. 486Β.

English (Autenrieth)

Lesbos, the island opposite the gulf of Adramyttium, Od. 3.169, Il. 24.544 . —Λεσβόθεν, from Lesbos, Il. 9.664 . — Λεσβίς, ίδος: Lesbian woman, Il. 9.129, 271.

Greek Monotonic

Λέσβος: ἡ, νησί Λέσβος, στη δυτική παραλία της Μικράς Ασίας, σε Όμηρ., κ.λπ.· επίρρ., Λεσβόθεν, από τη Λέσβο, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

Λέσβος, ἡ,
Lesbos, an island on the W. coast of Asia Minor, Hom., etc.