αἰπεινός: Difference between revisions

From LSJ

οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />haut, élevé.<br />'''Étymologie:''' [[αἶπος]].
|btext=ή, όν :<br />haut, élevé.<br />'''Étymologie:''' [[αἶπος]].
}}
{{elru
|elrutext='''αἰπεινός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[высоко вздымающийся]], [[высокий]] ([[πτολίεθρον]], Μυκάλης κάρηνα Hom.; [[βάθρον]] Soph.; [[Ἴλιον]] Eur., Theocr.; πυραμίδες Anth.);<br /><b class="num">2)</b> перен. [[высокий]], [[возвышенный]] ([[σοφία]] Pind.);<br /><b class="num">3)</b> [[высокомерный]] (λόγοι Pind.);<br /><b class="num">4)</b> [[недоступный]], [[непостижимый]], [[загадочный]] (μαντεῖα Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αἰπεινός:''' -ή, -όν ([[αἰπύς]]),<br /><b class="num">I.</b> [[υψηλός]], [[υπερήφανος]], [[υπεροπτικός]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ.·<br /><b class="num">1.</b> [[καμωμένος]] βιαστικά, [[βιαστικός]], [[απερίσκεπτος]] — <i>αἰπεινοὶ λόγοι</i>, σε Πίνδ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που δύσκολα κατακτάται, κερδίζεται, σε Πίνδ., Ευρ.
|lsmtext='''αἰπεινός:''' -ή, -όν ([[αἰπύς]]),<br /><b class="num">I.</b> [[υψηλός]], [[υπερήφανος]], [[υπεροπτικός]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ.·<br /><b class="num">1.</b> [[καμωμένος]] βιαστικά, [[βιαστικός]], [[απερίσκεπτος]] — <i>αἰπεινοὶ λόγοι</i>, σε Πίνδ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που δύσκολα κατακτάται, κερδίζεται, σε Πίνδ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''αἰπεινός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[высоко вздымающийся]], [[высокий]] ([[πτολίεθρον]], Μυκάλης κάρηνα Hom.; [[βάθρον]] Soph.; [[Ἴλιον]] Eur., Theocr.; πυραμίδες Anth.);<br /><b class="num">2)</b> перен. [[высокий]], [[возвышенный]] ([[σοφία]] Pind.);<br /><b class="num">3)</b> [[высокомерный]] (λόγοι Pind.);<br /><b class="num">4)</b> [[недоступный]], [[непостижимый]], [[загадочный]] (μαντεῖα Eur.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 12:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰπεινός Medium diacritics: αἰπεινός Low diacritics: αιπεινός Capitals: ΑΙΠΕΙΝΟΣ
Transliteration A: aipeinós Transliteration B: aipeinos Transliteration C: aipeinos Beta Code: ai)peino/s

English (LSJ)

ή, όν, (αἰπύς) poet. Adj. A high, lofty, of cities on heights, Ἴλιον Il.9.419, al., cf. A.Fr.284, S.Tr.858 (lyr.), Ph.1000; αἰθήρ B. 8.34; of Delphi, μαντεῖα E.Ion739; of mountain-tops, κάρηνα Il.2.869, Od.6.123. II metaph., 1 αἰ. λόγοι hasty, wicked words, Pi.N.5.32. 2 hard to reach, σοφίαι μὲν αἰ. Id.O.9.108.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
• Morfología: [fem. gen. plu. αἰπεινάων Opp.C.1.482]
1 alto, elevado κάρηνα Il.2.869, 20.58, Od.6.123, αἰθήρ B.9.34, ἄκρια A.R.1.520
de una isla escarpada Κερωσσός A.R.4.573
fig. σοφία Pi.O.9.108.
2 situado en un alto, construido en el monte de ciudades Ἴλιον Il.9.419, cf. 13.773, Καλυδών Il.13.217, 14.116, Κνίδος h.Ap.43, cf. h.Hom.34.2, A.Fr.284, S.Tr.858, Ἐρύκα Theoc.15.101, Ἐπίδαυρος IPr.268c.4 (II a.C.)
por hipálage de Delfos αἰπεινὰ ... μαντεῖα E.Io 739, σταθμοί Pi.P.4.76.
3 fig. imprudente λόγοι Pi.N.5.32.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
haut, élevé.
Étymologie: αἶπος.

Russian (Dvoretsky)

αἰπεινός:
1) высоко вздымающийся, высокий (πτολίεθρον, Μυκάλης κάρηνα Hom.; βάθρον Soph.; Ἴλιον Eur., Theocr.; πυραμίδες Anth.);
2) перен. высокий, возвышенный (σοφία Pind.);
3) высокомерный (λόγοι Pind.);
4) недоступный, непостижимый, загадочный (μαντεῖα Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

αἰπεινός: -ή, -όν, (αἰπὺς) ποιητ. ἐπίθ. ὑψηλός, ἐπηρμένος, ἐπὶ πόλεων ὑψηλὰ κειμένων, Ὁμ., πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 99 b. Σοφ. Τρ. 858, Φ.1000: - περὶ τῶν κορυφῶν τῶν ὀρέων, Ἰλ. Β. 869, Ὀδ. Ζ. 123. ΙΙ. μεταφ. 1) αἰπεινοὶ λόγοι = ἀπότομοι, ἀπερίσκεπτοι, πονηροὶ λόγοι, Πινδ. Ν. 5. 99, ἔνθα ἴδε τὸν Dissen. 2) δύσκτητος, σοφίαι μὲν αἰπειναί, ὁ αὐτ. Ο. 9.161· αἰπ. μαντεῖα, = δύσκολα, Εὐρ. Ἴων 739.

English (Autenrieth)

(εσσα), αἰπός: see αἰπύς.

English (Slater)

αἰπεινός
1 steep
a lit., αἰπεινῶν ἀπὸ σταθμῶν (P. 4.76) Πυθῶνος αἰπεινᾶς ὁμοκλάροις ἐπόπταις (N. 9.5)
b met., difficult — σοφίαι μὲν αἰπειναί hard to reach (O. 9.108) τοῖο δ' ὀργὰν κνίζον αἰπεινοὶ λόγοι repugnant, distasteful (N. 5.32)

Greek Monotonic

αἰπεινός: -ή, -όν (αἰπύς),
I. υψηλός, υπερήφανος, υπεροπτικός, σε Όμηρ.
II. μεταφ.·
1. καμωμένος βιαστικά, βιαστικός, απερίσκεπτοςαἰπεινοὶ λόγοι, σε Πίνδ.
2. αυτός που δύσκολα κατακτάται, κερδίζεται, σε Πίνδ., Ευρ.

Middle Liddell

αἰπύς
I. high, lofty, Hom.
II. metaph.,
1. precipitate, hasty, Pind.
2. hard to win, difficult, Pind., Eur.

English (Woodhouse)

precipitous, steep, towering

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)